Κάμποσοι ναύτες απάντησαν μεσ’ απ’ τα δόντια τους «Να τη βράσω τη δόξα» και άλλα πολλά, μα ο Κασπιανός είπε:
«Αμάν πια, καημένε Ριπιτσιπιτσίπ. Ώρες ώρες λέω πως θα ’ταν καλύτερα να σ’ αφήναμε στη Νάρνια. Τέλος πάντων. Αφού το βλέπετε έτσι, πρέπει να προχωρήσουμε. Εκτός κι αν έχει αντίρρηση η Λουκία...»
Η Λούσυ ήξερε πως είχε αντίρρηση, και μεγάλη μάλιστα, αλλά φωναχτά είπε. «Πάμε.»
«Μεγαλειότατε, ν’ ανάψουμε φώτα τουλάχιστον» είπε ο Δρινιανός.
«Και βέβαια» απάντησε ο Κασπιανός. «Φρόντισέ το εσύ, καπετάνιε μου.»
Κι έτσι άναψαν τρία φανάρια, ένα στην πλώρη, ένα στην πρύμνη κι ένα στο μεσιανό κατάρτι, κι ο Δρινιανός παράγγειλε να στήσουν δυο πυρσούς στο κατάστρωμα. Χλομές κι ασθενικές που έμοιαζαν οι φωτιές τους στη λιακάδα! Έπειτα όλοι οι άντρες, εκτός από λίγους που έμειναν κάτω, στα κουπιά, διατάχτηκαν να πάρουν θέση στο κατάστρωμα, οπλισμένοι ως τα δόντια, με το σπαθί στο χέρι. Η Λούσυ και δυο τοξότες ανέβηκαν στην κόφα του καταρτιού, με το τόξο τεντωμένο και το βέλος περασμένο στη χορδή. Ο Ρύνελφος στάθηκε στην πλώρη, με το κοντάρι του έτοιμο να μετρήσει το βυθό, και μαζί του ο Ριπιτσιπιτσίπ, ο Έντμουντ, ο Ευστάθιος κι ο Κασπιανός, αστράφτοντας μέσα στις πανοπλίες τους. Ο Δρινιανός κάθισε στο τιμόνι.
«Και τώρα, στ’ όνομα του Ασλάν, εμπρός!» φώναξε ο Κασπιανός. «Αργά τα κουπιά. Κι όλοι βουβοί, με τ’ αυτιά τεντωμένα για την επόμενη διαταγή.»
Τρίζοντας και βογκώντας, ο Ταξιδιώτης της Αυγής προχώρησε αργά αργά, με τα κουπιά. Κι η Λούσυ, ψηλά στο κατάρτι, είδε κάτι που της έμεινε αξέχαστο. Η πλώρη βούτηξε στο σκοτάδι, κι η πρύμνη ήταν ακόμα λουσμένη στο φως. Έπειτα χάθηκε κι η πρύμνη. Για μια στιγμή μονάχα, η χρυσωμένη πρύμνη, η γαλάζια θάλασσα κι ο ουρανός έμειναν λουσμένα στο φως του ήλιου –και την άλλη στιγμή θάλασσα και ουρανός χάθηκαν. Μόνο το φανάρι της πρύμνης, που ως τότε έφεγγε χλομά, σχεδόν αόρατο, έδειχνε πια πού τέλειωνε το πλοίο. Μπροστά απ’ το φανάρι ξεχώριζε η μαύρη σιλουέτα του Δρινιανού που καθόταν στο τιμόνι. Κάτω απ’ τη Λούσυ, μακριά, πολύ μακριά, οι δυο πυρσοί φώτιζαν ένα εχλάχιστο κομματάκι του καταστρώματος, και καθρεφτίζονταν πάνω σε σπαθιά και κράνη. Άλλο ένα φωτεινό νησάκι ξεχώριζε μπροστά, στο καμπούνι. Ψηλά, ξεκομμένη απ’ το καράβι, η κόφα έφεγγε απ’ το φανάρι του καταρτιού που κρεμόταν πάνω απ’ τη Λούσυ, σαν ένας φωτεινός πλανήτης που αρμένιζε ολομόναχος μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Κι όλα τα φώτα –όπως πάντα όταν ανάβουν σε λάθος στιγμή της μέρας– έμοιαζαν ανατριχιαστικά και αφύσικα. Η Λούσυ πρόσεξε ακόμα πως είχε πέσει παγωνιά.
Πόσο κράτησε αυτή η διαδρομή στο σκοτάδι, κανείς δεν μπόρεσε να υπολογίσει, κι αν δεν ακουγόταν το τρίξιμο των αρμών και τα κουπιά στα νερά, κανείς δε θα ’νιωθε πως προχωρούσαν. Ο Έντμουντ, απ’ την πλώρη, δεν έβλεπε τίποτα. Μόνο την αντανάκλαση του φαναριού στη θάλασσα, μια θαμπή φλογίτσα, νερουλή –και το κύμα που έσκιζε η πλώρη, έμοιαζε βαρύ κι άψυχο. Η ώρα περνούσε, κι όλοι, εκτός απ’ τους κωπηλάτες, άρχισαν να τρέμουν απ’ το κρύο.
Άξαφνα, μια κραυγή ακούστηκε από κάπου –κανείς δεν είχε πια αίσθηση προσανατολισμού στα σκοτεινά. Δεν ήταν όμως κραυγή ανθρώπου. Ή πάλι, αν ήταν, αυτός που φώναζε πρέπει να παράδερνε σε τόσο άγριο τρόμο, που η φωνή του είχε χάσει την ανθρώπινη χροιά της.
Ο Κασπιανός έκανε να μιλήσει, μα το στόμα του είχε στεγνώσει. Και τότε η τσιριχτή φωνούλα του Ριπιτσιπιτσίπ έσκισε τη σιγαλιά, αφύσικα δυνατή:
«Ποιος φωνάζει; Αν είσαι εχθρός, δε σε φοβόμαστε. Κι αν είσαι φίλος, θα μας φοβηθούν οι εχθροί σου!»
«Έλεος!» ούρλιαξε η φωνή. «Έλεος! Κι όνειρο να ’σαι, λυπήσου με. Πάρε με στο καράβι. Πάρε με, έστω και νεκρό. Όμως, στ’ όνομα του ελέους, μη σβήσεις και μ’ αφήσεις μόνο μου σ’ αυτό τον τόπο...»
«Πού είσαι;» φώναξε ο Κασπιανός. «Αν θες να ’ρθεις στο καράβι, καλώς να ορίσεις.»
Μια κραυγή τού απάντησε –χαράς ή τρόμου; δεν κατάλαβαν τι απ’ τα δυο– και κάτι ακούστηκε να πλησιάζει κολυμπώντας.
«Εμπρός, να τον ανεβάσουμε» είπε ο Κασπιανός.
«Στις διαταγές σου, αφέντη» φώναξαν οι ναύτες. Κάμποσοι έσκυβαν κιόλας απ’ το καμπούνι, στην αριστερή μεριά, και πετούσαν σκοινιά, κι ένας ναύτης είχε γείρει ως κάτω, στη θάλασσα, φέγγοντας μ’ ένα αναμμένο δαδί. Ένα άγριο πρόσωπο, κατάχλομο, φάνηκε μες στα μαύρα νερά, κι έπειτα από κάμποσες μανούβρες, καμιά δεκαριά φιλικά χέρια ανέβαζαν τον ξένο στο πλοίο.
Ο Έντμουντ σκέφτηκε πως πρώτη του φορά έβλεπε τέτοιον αγριάνθρωπο. Ο ξένος δεν ήταν γέρος, αλλά τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα, κάτασπρα κι αχτένιστα, το πρόσωπό του ρουφηγμένο απ’ την αδυναμία, και βρεγμένα κουρέλια κρέμονταν από πάνω του αντί για ρούχα. Όμως αυτό που πρόσεχες με την πρώτη, ήταν τα μάτια του ξένου, γουρλωμένα τόσο, που θα ’λεγες πως δεν είχαν βλέφαρα, και γεμάτα αγωνία και τρόμο. Κι όταν ο ξένος πάτησε στο κατάστρωμα, φώναξε: