Выбрать главу

«Κάντε φτερά! Πετάξτε! Γυρίστε πίσω το καράβι! Τραβήξτε κουπί για ζωή και για θάνατο, να φύγουμε από τούτη την καταραμένη ακτή.»

«Ηρέμησε» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Εξήγησέ μας πρώτα πού είναι ο κίνδυνος, γιατί φτερά δεν έχουμε κι ούτε σκοπεύουμε να βγάλουμε.»

Ο ξένος τινάχτηκε, προσέχοντας τώρα για πρώτη φορά τον Ποντικό.

«Κι όμως, θα βγάλετε φτερά για να φύγετε μια ώρα αρχύτερα» είπε βραχνά. «Εδώ είναι το Νησί Όπου Ζωντανεύουν Τα Όνειρα.»

«Αυτό γύρευα όλη μου τη ζωή» είπε ένας ναύτης. «Αν κατεβούμε, μπορεί να βρεθώ παντρεμένος με τη Νάνου μου!»

«Κι εγώ μπορεί να ξαναδώ ζωντανό τον Τομ» πετάχτηκε ένας άλλος.

«Ηλίθιοι!» φώναξε ο ξένος και χτύπησε κάτω το πόδι του. «Τέτοιες κουβέντες μ’ έφεραν κι εμένα ως εδώ, που κάλλιο να πνιγόμουν πρώτα ή να μην έσωνα να γεννηθώ. Ακούσατε τι είπα; Τα όνειρα ζωντανεύουν –τα όνειρα, καταλάβατε; Όχι οι ονειροφαντασιές: τα όνειρα!»

Για μια στιγμή, κανένας δε μίλησε. Κι έπειτα, τρέχοντας σαν τρελοί, και με τις πανοπλίες να βροντούν και να χαλάνε τον κόσμο, όρμησαν όλοι στις μπουκαπόρτες κι άρπαξαν τα κουπιά κι άρχισαν να κωπηλατούν μ’ όλη τους τη δύναμη. Ο Δρινιανός έστριψε τέρμα το τιμόνι, κι ο λοστρόμος αποτέλειωσε τη μανούβρα φέρνοντας το πλοίο τα μπρος πίσω: μια στιγμή είχαν χρειαστεί όλοι για να θυμηθούν κάποια όνειρά τους –όνειρα που σε κάνουν να φοβάσαι μη σε ξαναπάρει ο ύπνος– και να συνειδητοποιήσουν τι θα πει να φτάνεις σ’ έναν τόπο όπου τα όνειρα ζωντανεύουν.

Μόνο ο Ριπιτσιπιτσίπ έμεινε ατάραχος μέσα στο χαλασμό.

«Μεγαλειότατε! Μεγαλειότατε!» φώναξε. «Πώς ανέχεστε τέτοια ανταρσία; Μα πρόκειται σαφώς περί φυγομαχίας! Πρόκειται περί πανικού! Πρόκειται περί εξεγέρσεως!»

«Στα κουπιά!» ούρλιαξε ο Κασπιανός. «Τραβάτε μ’ όλη σας τη δύναμη! Δρινιανέ, ίσιωσε το καράβι. Κι εσύ, μικρέ μου, λέγε ό,τι θέλεις. Υπάρχουν πράγματα που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τ’ αντέξει.»

«Τότε, ευτυχώς που δεν είμαι άνθρωπος» απάντησε ξινισμένα ο Ριπιτσιπιτσίπ.

Η Λούσυ τον άκουσε, ψηλά απ’ το κατάρτι –και για μια στιγμή, ένα όνειρο που προσπαθούσε να το ξεχάσει από καιρό, της ξανάρθε τόσο ζωντανά, σαν να ξυπνούσε από ταραγμένο ύπνο. Ώστε αυτό τους περίμενε στο νησί της σκοτεινιάς; Να, έτσι δα της ερχόταν να κατεβεί στο κατάστρωμα, να ’ναι μαζί με τον Έντμουντ και τον Κασπιανό –μα τι το όφελος; Αν τα όνειρα είχαν αρχίσει να ζωντανεύουν, ο Έντμουντ κι ο Κασπιανός θα μεταμορφώνονταν σε κάτι απαίσιο μόλις τους άγγιζε. Αρπάχτηκε απ’ το παραπέτο της κόφας και στάθηκε στα πόδια της. Οι κωπηλάτες τραβούσαν γερά, σε λίγο θα ξανάβγαιναν στο φως, σε λίγο ο εφιάλτης θα τέλειωνε. Αχ, ας τέλειωνε μια ώρα αρχύτερα!

Μ’ όλο το θόρυβο των κουπιών, το καράβι έμοιαζε τυλιγμένο σε απόλυτη σιωπή. Κι όσο κι αν ήξεραν πως πια δεν είχε νόημα να στήσουν αυτί για ν’ ακούσουν τι γινόταν μέσα στο σκοτάδι, είχαν τεντώσει τ’ αυτιά τους, θέλοντας και μη, και σε λίγο όλοι άρχισαν ν’ ακούνε κι από κάτι:

«Ακου... Χρατς... Χρατς... Σαν ν’ ανοιγοκλείνει ένα πελώριο ψαλίδι εκεί κάτω...» είπε ο Ευστάθιος στο Ρύνελφο.

«Σουτ!» απάντησε ο Ρύνελφος. «Δεν τους ακούς; Σκαρφαλώνουν στα μπαλόνια του καραβιού!»

«Να το, κουρνιάζει στο κατάρτι!» είπε ο Κασπιανός.

«Αααα!» φώναξε ένας ναύτης. «Οι καμπάνες. Το ’ξερα εγώ πως θα σημάνουν!»

Ο Κασπιανός προχώρησε προς την πρύμνη, προσπαθώντας να μην κοιτάζει τίποτα (και προπαντός να μην κοιτάζει πίσω του), και ζύγωσε τον Δρινιανό.

«Δρινιανέ» είπε, σχεδόν ψιθυριστά, «πόση ώρα κωπηλατούσαμε ως το σημείο που μαζέψαμε τον ξένο;».

«Πέντ’ έξι λεπτά» απάντησε ψιθυριστά ο Δρινιανός. «Γιατί ρωτάς, αφέντη μου;»

«Γιατί έχουν περάσει πάνω από πέντε λεπτά, κι ακόμα να βγούμε.»

Το χέρι του Δρινιανού έτρεμε στο τιμόνι και κρύος ιδρώτας έλουζε το πρόσωπό του. Το ίδιο είχαν σκεφτεί όλοι τους.

«Ποτέ δε θα βγούμε, δε θα βγούμε ποτέ» βογκούσαν οι κωπηλάτες. «Πήραμε λάθος δρόμο. Όλο γύρω γύρω πάμε... Κάνουμε κύκλους... Ποτέ δε θα βγούμε, ποτέ...» Κι ο ξένος, που είχε κουβαριαστεί στο κατάστρωμα, ξέσπασε σ’ ένα ανατριχιαστικό, βραχνό γέλιο.

«Δε θα βγούμε ποτέ!» ούρλιαξε. «Και βέβαια! Ποτέ δε θα βγούμε. Τι βλάκας που ήμουν! Θ’ άφηναν να τους ξεφύγω τόσο εύκολα; Όχι, όχι, δε θα βγούμε ποτέ.»

Τότε η Λούσυ, ψηλά στο κατάρτι, έσκυψε και ψιθύρισε στα σκοτεινά: «Ασλάν, Ασλάν, αν μας αγάπησες ποτέ, βοήθησέ μας τώρα!». Το σκοτάδι δε λιγόστεψε, μα η Λούσυ ένιωσε λίγο –πολύ λίγο– καλύτερα. «Στο κάτω κάτω, δεν έχουμε πάθει τίποτα για την ώρα» σκέφτηκε.