«Κοιτάξτε!» ούρλιαξε ο Ρύνελφος απ’ την πλώρη. Μπροστά τους είχε φανεί μια φωτεινή κηλίδα, και τώρα που την κοιτούσαν, μια πλατιά ακτίνα βγήκε απ’ τη φωτεινή κηλίδα κι έπεσε στο πλοίο. Το σκοτάδι που τους τύλιγε δεν άλλαξε, μα το πλοίο φωτίστηκε ολόκληρο, σαν να ’χε ανάψει ένας μεγάλος προβολέας. Ο Κασπιανός ανοιγόκλεισε τα μάτια, κοίταξε γύρω του κι είδε τα πρόσωπα των συντρόφων του χλομά κι αγριεμένα. Όλοι κοιτούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, και πίσω τους σέρνονταν κατάμαυρες σκιές.
Η Λούσυ κάρφωσε τα μάτια της στη φωτεινή δέσμη. Λίγο λίγο, κάτι ξεχώριζε μέσα της. Στην αρχή το «κάτι» της φάνηκε σαν σταυρός, κι έπειτα σαν αεροπλάνο, κι αμέσως μετά σαν χαρταετός –και στο τέλος, φτεροκοπώντας δυνατά, το «κάτι» έφτασε πάνω απ’ το κεφάλι της. Ήταν ένα άλμπατρος. Το πουλί έκανε τρεις φορές το γύρο του καταρτιού, κούρνιασε μια στιγμή στη χρυσωμένη ουρά του δράκου, στην πρύμνη, κι άρχισε να κρώζει με γλυκιά φωνή, αρθρώνοντας παράξενες λέξεις που κανείς δεν τις κατάλαβε. Κι ύστερα άπλωσε πάλι τα φτερά του, υψώθηκε στον αέρα, και πέταξε αργά αργά μπροστά και λίγο προς τα δεξιά. Ο Δρινιανός έστριψε το τιμόνι και το ακολούθησε. Μέσα του ήταν σίγουρος πως το άλμπατρος τους έδειχνε το δρόμο. Όμως κανένας, εκτός απ’ τη Λούσυ, δεν ήξερε πως το πουλί, φτερουγίζοντας γύρω απ’ το κατάρτι, της είχε ψιθυρίσει: «Θάρρος, μικρούλα μου», κι η φωνή, α, δε γελιόταν η Λούσυ, ήταν η φωνή του Ασλάν –και μαζί με τα λόγια του πουλιού, μια εξαίσια ευωδιά της είχε χαϊδέψει το πρόσωπο.
Σε λίγα λεπτά, το σκοτάδι μπροστά τους έγινε γκρίζο, κι άξαφνα, πριν προφτάσουν να το ευχηθούν, είχαν βγει στο φως του ήλιου, κι ο κόσμος ήταν πάλι ζεστός και γαλανός. Κι τότε όλοι κατάλαβαν πως δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν, ούτε τώρα ούτε πριν. Ανοιγόκλεισαν τα μάτια θαμπωμένοι και κοίταξαν γύρω τους. Το καράβι άστραφτε τόσο, που τους ξάφνιασε. Ίσως, άθελά τους, περίμεναν πως το σκοτάδι θα ’χε κολλήσει πάνω στ’ άσπρα, τα πράσινα και τα χρυσά, σαν καπνιά ή μούχλα. Και τότε ο πρώτος ναύτης έβαλε τα γέλια, κι έπειτα ένας δεύτερος τον ακολούθησε.
«Μα την πίστη μου, ρεζίλι γίναμε!» είπε ο Ρύνελφος.
Η Λούσυ δεν έμεινε άλλο στο κατάρτι. Κατέβηκε ολοταχώς στο κατάστρωμα, όπου όλοι είχαν μαζευτεί γύρω απ’ τον ξένο. Ο ξένος είχε βουβαθεί απ’ την ευτυχία. Κοιτούσε τη θάλασσα και τον ήλιο, ψηλαφούσε την κουπαστή και τα σκοινιά, λες και δεν πίστευε πως ήταν ξύπνιος, και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.
«Ευχαριστώ» είπε στο τέλος. «Με σώσατε από... Όχι, καλύτερα να μη σας πω. Όμως, ποιοι είστε; Εγώ είμαι Τελμαρινός, από τη Νάρνια, κι όταν είχα ακόμα τιμή και υπόληψη, με φώναζαν Λόρδο Ρουπ.»
«Κι εγώ» είπε ο Κασπιανός, «είμαι ο Κασπιανός, ο Βασιλιάς της Νάρνια. Εσένα ψάχνω να βρω και τους συντρόφους σου, τους φίλους του πατέρα μου».
Ο Λόρδος Ρουπ έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του Βασιλιά. «Αφέντη» είπε, «είσαι ο μόνος που λαχταρούσα να δω στον κόσμο. Να σου ζητήσω μια χάρη;»
«Τι χάρη;» είπε ο Κασπιανός.
«Μη με ξαναφέρεις εδώ» είπε ο Λόρδος Ρουπ κι έδειξε πίσω του. Κι όπως γυρνούσαν όλοι να κοιτάξουν, είδαν μονάχα την αστραφτερή γαλάζια θάλασσα και τον απέραντο ουρανό. Το Σκοτεινό Νησί και η μαυρίλα είχαν χαθεί για πάντα.
«Απίστευτο!» είπε ο Λόρδος Ρουπ. «Εσείς το καταστρέψατε!»
«Δε νομίζω...» είπε η Λούσυ.
«Αφέντη» είπε ο Δρινιανός, «έχουμε ούριο άνεμο απ’ τα βορειοδυτικά. Θ’ ανεβάσω πάνω τους ναύτες να λύσουν το πανί, κι έπειτα λέω να γυρίσουν όλοι στις κουκέτες τους».
«Ναι» είπε ο Κασπιανός, «και πρόσταζε να μοιραστεί στο πλήρωμα ζεστό κρασί. Έχω μια νύστα, που θα κοιμόμουν ευχαρίστως δυο μερόνυχτα!»
Κι έτσι, εκείνο το απόγευμα έβαλαν πλώρη για τα νοτιοανατολικά, και μέσα στη χαρά και την ανακούφιση κανένας δεν πρόσεξε πότε εξαφανίστηκε το άλμπατρος.
13
Οι τρεις κοιμισμένοι
Ο άνεμος δεν έπεσε ποτέ, μα κάθε μέρα μαλάκωνε, και στο τέλος τα κύματα έγιναν σαν ρυτίδες στα νερά, και το καράβι γλιστρούσε και πήγαινε σαν ν’ αρμένιζε σε λίμνη. Και κάθε νύχτα έβλεπαν στην ανατολή νέους αστερισμούς, που κανένας δεν τούς είχε δει ποτέ στη Νάρνια –ούτε και πουθενά αλλού, σκέφτηκε η Λούσυ, χαρούμενη και φοβισμένη συνάμα. Τα καινούρια αστέρια ήταν μεγάλα και λαμπερά, κι οι νύχτες είχαν ζεστάνει. Οι περισσότεροι κοιμόντουσαν πια στο κατάστρωμα, ψιλοκουβεντιάζοντας ως αργά, ή έγερναν στην κουπαστή και χάζευαν το φωτεινό αφρό που χόρευε στην πλώρη.
Κι ένα βράδυ που η ομορφιά του σου ’κοβε την ανάσα, μ’ ένα ηλιοβασίλεμα τόσο πορφυρό και μενεξεδένιο κι απέραντο, που θα ’λεγες πως είχε μεγαλώσει ο ουρανός, μπροστά τους, στα δεξιά της πλώρης, φάνηκε στεριά. Η στεριά τούς πλησίαζε αργά, και το φως που είχαν πίσω τους έκανε τ’ ακρωτήρια και τις κορφές της να μοιάζουν τυλιγμένα στις φλόγες. Σε λίγο, ο Ταξιδιώτης της Αυγής αρμένιζε γιαλό γιαλό, κι όπως άφηνε πίσω του το δυτικό ακρωτήρι, μαύρο πάνω στον κόκκινο ουρανό, και σουβλερό σαν να ’ταν ψαλιδισμένο σε χαρτόνι, είδαν όλοι καλύτερα πώς ήταν αυτός ο άγνωστος τόπος. Δεν είχε βουνά, μόνο κάτι χαμηλούς λόφους με στρογγυλεμένες πλαγιές σαν μαξιλάρια. Από τους λόφους ερχόταν ένα υπέροχο άρωμα –«θαμπό και βαθυπόρφυρο» είπε η Λούσυ, κι ο Κασπιανός απάντησε: «Ξέρω, κατάλαβα τι εννοείς», αλλά του Έντμουντ του φάνηκε πως μυρίζει κάτι σάπιο, κι ο Ράινς συμφώνησε νοερά μαζί του.