Η Λούσυ ένιωθε ήδη σαν στο σπίτι της, λες κι είχε γεννηθεί στην καμπίνα του Κασπιανού, κι ούτε φοβήθηκε καθόλου το σκαμπανέβασμα του πλοίου, γιατί τον παλιό καιρό, τότε που ήταν βασίλισσα στη Νάρνια, έκανε πολλά ταξίδια. Η καμπίνα ήταν μικρή αλλά φωτεινή και πεντακάθαρη, και στους τοίχους είχε ζωγραφισμένα πουλιά και ζώα, πορφυρούς δράκοντες και αμπελόφυλλα. Τα ρούχα του Κασπιανού δεν ήταν ακριβώς στα μέτρα της, αλλά τα βόλεψε όσο καλύτερα μπορούσε. Μόνο με τα παπούτσια τα βρήκε σκούρα: της έπεσαν πολύ μεγάλα, το ίδιο και τα σανδάλια και οι μπότες του. Δε βαριέσαι. Στο κάτω κάτω, είναι ωραία να περπατάς ξιπόλητος πάνω σε καράβι. Όταν τέλειωσε το ντύσιμο, κοίταξε απ’ το παράθυρο το νερό που έφευγε πίσω τους ορμητικό, και πήρε βαθιά ανάσα. Ωραία! σκέφτηκε. Η περιπέτεια αρχίζει!
2
Αρμενίζοντας με τον «Ταξιδιώτη της Αυγής»
«Επιτέλους, Λουκία» είπε ο Κασπιανός. «Σε περιμέναμε. Έλα να γνωρίσεις τον καπετάνιο μου, το Λόρδο Δρινιανό.»
Ο μελαχρινός καπετάνιος γονάτισε και της φίλησε το χέρι. Παρακεί στεκόταν ο Ριπιτσιπιτσίπ με τον Έντμουντ.
«Και ο Ευστάθιος;» ρώτησε η Λούσυ.
«Είναι κρεβατωμένος» είπε ο Έντμουντ, «αλλά δεν μπορείς να του κάνεις τίποτα. Μόλις πας να του μιλήσεις, ξερνάει».
«Στο μεταξύ, έχουμε να συζητήσουμε πολλά» είπε ο Κασπιανός.
«Αν έχουμε, λέει!» έκανε ο Έντμουντ. «Και πρώτα πρώτα, στάσου να ξεκαθαρίσουμε το χρόνο. Για μας πέρασαν ακριβώς έντεκα μήνες από τότε που φύγαμε απ’ τη Νάρνια, λίγο πριν απ’ τη στέψη σου. Για σας πόσος καιρός πέρασε;»
«Τρία χρόνια ακριβώς» είπε ο Κασπιανός.
«Όλα καλά;» ρώτησε ο Έντμουντ.
«Τι λες, θ’ άφηνα το βασίλειό μου για τις θάλασσες αν δεν ήταν όλα καλά;» απάντησε ο Βασιλιάς. «Όλα είναι καλύτερα παρά ποτέ. Τέλειωσαν πια οι φασαρίες με τους Τελμαρινούς, τους Νάνους, τα Ζώα Που Μιλούν και τους Φαύνους. Κι αν ρωτάς για τους ενοχλητικούς γίγαντες των συνόρων, τους δώσαμε ένα μαθηματάκι πέρσι το καλοκαίρι, και τώρα μας πληρώνουν φόρο υποτέλειας. Εξάλλου, φεύγοντας, άφησα αντιβασιλέα ένα σπουδαίο πλάσμα –τον Καλοβολίκ, το Νάνο. Τον θυμόσαστε;»
«Αχ, ο γλυκός μου ο Καλοβολίκ!» είπε η Λούσυ. «Και βέβαια τον θυμάμαι! Ε, λοιπόν, δεν μπορούσες να διαλέξεις καλύτερον.»
«Κυρία, είναι πιστός σαν Κάστορας, και γενναίος σαν... σαν Ποντικός» είπε ο Δρινιανός. Ήθελε να πει «σαν λιοντάρι», αλλά πρόσεξε εγκαίρως τον Ριπιτσιπιτσίπ που τον αγριοκοίταγε.
«Και για πού το βάλατε;» ρώτησε ο Έντμουντ.
«Α, είναι μεγάλη ιστορία» είπε ο Κασπιανός. «Αν θυμάσαι, παλιά, όταν ήμουν μικρός, ο θείος μου ο Μιράζ, ο σφετεριστής του θρόνου, θέλησε να ξεφορτωθεί εφτά φίλους του πατέρα μου, για να μην υπερασπιστούν τα δικαιώματά μου. Κι έτσι, τους έστειλε να εξερευνήσουν τις άγνωστες ανατολικές θάλασσες, πέρα απ’ τα Νησιά της Μοναξιάς.»
«Βέβαια» είπε η Λούσυ. «Και δεν ξαναγύρισε κανείς τους.»
«Ακριβώς. Λοιπόν, τη μέρα της στέψης μου, και με την ευχή του Ασλάν, ορκίστηκα ν’ αποκαταστήσω πρώτα την ειρήνη στη Νάρνια, κι έπειτα να πάρω ένα καράβι, να τραβήξω ανατολικά ένα χρόνο και μια μέρα, και να βρω τους φίλους του πατέρα μου –ή, αν μάθω ότι πέθαναν, να εκδικηθώ το θάνατό τους. Ήταν ο Λόρδος Ρεβιλιανός, ο Λόρδος Βερν, ο Λόρδος Αργκόζ, ο Λόρδος Μάβραμορν, ο Λόρδος Οκτεσιανός, ο Λόρδος Ρέστιμαρ και... και... Πάντα τον ξεχνάω τον τελευταίο.»
«Ο Λόρδος Ρουπ, αφέντη μου» είπε ο Δρινιανός.
«Α, ναι, ο Λόρδος Ρουπ... Αυτά, που λέτε, είναι τα δικά μου σχέδια. Όμως ο φίλος μου ο Ριπιτσιπιτσίπ έχει ακόμη μεγαλύτερες φιλοδοξίες.» Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον Ποντικό.
«Φιλοδοξίες μικρές σαν το δέμας μου» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «αλλά υψηλές σαν το φρόνημά μου. Διότι, ταξιδεύοντας, μπορεί να φτάσουμε στην ανατολική άκρη του κόσμου. Κι αν φτάσουμε, κανείς δεν ξέρει τι θα βρούμε εκεί... Προσωπικώς, ελπίζω να βρω την πατρίδα του Ασλάν. Πάντα απ’ την Ανατολή μάς έρχεται το Μεγάλο Λιοντάρι. Πέρα απ’ τη θάλασσα!»
«Καταπληκτική ιδέα!» είπε ο Έντμουντ, μα η φωνή του τρεμούλιασε λιγάκι.
«Και νομίζεις πως η Χώρα του Ασλάν θα ’ναι σαν όλες τις άλλες χώρες;» πετάχτηκε η Λούσυ. «Θέλω να πω... σαν τις χώρες που έχουν λιμάνια για ξένα καράβια;»
«Κυρία μου, αυτό δεν το γνωρίζω» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «αλλά παρέλειψα να σας αναφέρω κάτι. Όταν ήμουν μωρό Ποντικάκι της κούνιας, κάποια καλή νεράιδα, μια Δρυάδα, μου είχε πει ένα τραγούδι:
Δεν ξέρω τι νόημα είχαν τα λόγια της, αλλά ομολογώ πως με μάγεψαν κι από τότε με βασανίζουν όλη μου τη ζωή».