Выбрать главу

Κι έτσι προχώρησαν, γιαλό γιαλό, περνώντας ένα ένα τα ακρωτήρια, με την ελπίδα να πετύχουν κάποιο ωραίο λιμάνι με βαθιά νερά. Στο τέλος όμως συμβιβάστηκαν μ’ έναν φαρδύ, ξέβαθο κολπίσκο. Και μόλο που έξω, στ’ ανοιχτά, η θάλασσα ήταν λάδι, τώρα μεγάλα κύματα έσπαγαν στην αμμουδιά, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής δεν μπόρεσε να πλησιάσει όσο λογάριαζε. Έριξαν λοιπόν άγκυρα κάπως μακριά, και βγήκαν στη στεριά με τη βάρκα, με κάμποσο κούνημα και κατάβρεγμα. Το Λόρδο Ρουπ τον άφησαν στον Ταξιδιώτη της Αυγής, γιατί είπε πως τα ’χε μπουχτίσει τα νησιά. Κι όσο έμειναν σ’ εκείνο τον τόπο, δεν έχασαν απ’ τ’ αυτιά τους τον ήχο των κυμάτων που έσπαγαν στην ακτή.

Δυο άντρες έμειναν να φυλάνε τη βάρκα, κι ο Κασπιανός οδήγησε τους υπόλοιπους στην ενδοχώρα, όχι πολύ μακριά, γιατί ήταν ήδη αργά για εξερευνήσεις και το φως λιγόστευε. Δεν ήταν όμως ανάγκη να πάνε μακριά για να συναντήσουν την επόμενη περιπέτεια. Η επίπεδη κοιλάδα, που βρισκόταν στο κέντρο του κόλπου, δεν είχε δρόμους ούτε ίχνη κατοίκων. Ήταν στρωμένη με πυκνό, αφράτο χορτάρι, και τόπους τόπους είχε κάτι χαμηλά θαμνάκια –ρείκια του φάνηκαν του Έντμουντ, και η Λούσυ συμφώνησε. Ο Ευστάθιος, που ήταν πολύ καλός στη βοτανολογία, διαφώνησε, και μάλλον είχε δίκιο –πάντως, ό,τι κι αν ήταν εκείνα τα φυτά, έμοιαζαν πολύ με ρείκια.

Είχαν κάνει κιόλας απόσταση ενός βέλους απ’ την ακτή, όταν ο Δρινιανός είπε: «Κοιτάξτε! Τι ’ν’ αυτό;» κι όλοι σταμάτησαν.

«Σαν μεγάλα δέντρα μοιάζουν» είπε ο Κασπιανός.

«Εγώ λέω πως είναι πύργοι» είπε ο Ευστάθιος.

«Μπορεί να ’ναι και γίγαντες» είπε σιγανά ο Έντμουντ.

«Αν δεν πλησιάσουμε αρκετά, δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ τι είναι» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, και τραβώντας το σπαθί του, προχώρησε πρώτος.

«Σαν χαλάσματα φαίνονται» είπε η Λούσυ, όταν πια είχαν πλησιάσει αρκετά, μαντεύοντας πιο σωστά απ’ όλους.

Έβλεπαν τώρα έναν φαρδύ, παραλληλόγραμμο χώρο, που τον έκλειναν σμιλεμένες πέτρες και γκρίζες κολόνες, αλλά δεν είχε από πάνω σκεπή. Κι απ’ άκρη σ’ άκρη του τον χώριζε ένα μακρύ τραπέζι, ντυμένο με πλούσιο δαμασκηνό που σερνόταν ως το πάτωμα. Από τις δυο μεριές του είχε πέτρινα καθίσματα με βαριά σκαλίσματα και μεταξωτά μαξιλάρια. Και πάνω στο τραπέζι ήταν στρωμένα τόσα φαγητά, που δεν τα ’χαν δει ούτε στο Κάιρ Πάραβελ όταν βασίλευε ο Πέτρος ο Μεγάλος Βασιλιάς. Είχε γαλοπούλες και χήνες και φασιανούς, είχε κεφάλια αγριόχοιρων και ελάφια, είχε πίτες σε σχήμα καραβιών με ανοιγμένα πανιά, κι άλλες όμοιες με δράκους ή ελέφαντες, είχε παγωμένες πουτίγκες και αστραφτερούς αστακούς, σολομούς που γυαλοκοπούσαν, αμύγδαλα, καρύδια και σταφύλια, ανανάδες και ροδάκινα, ρόδια, πεπόνια, ντομάτες. Είχε μπουκάλες από χρυσάφι, ασήμι κι ένα περίεργα δουλεμένο γυαλί, και το άρωμα των φρούτων και του κρασιού ερχόταν προς το μέρος τους με τον άνεμο, σαν υπόσχεση ατέλειωτης ευτυχίας.

«Πόπο!» είπε σιγανά η Λούσυ.

Συνέχισαν να πλησιάζουν, αμίλητοι, χωρίς να κάνουν θόρυβο.

«Μα πού είναι οι καλεσμένοι;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Αυτούς, να σου τους φέρω στο άψε σβήσε, αφεντικό» πετάχτηκε ο Ράινς. «Το μόνο εύκολο!»

«Κοιτάξτε!» είπε κοφτά ο Έντμουντ. Τώρα βρίσκονταν ανάμεσα στις κολόνες και πατούσαν στο πλακόστρωτο. Όλοι κοίταξαν εκεί που τους έδειχνε ο Έντμουντ. Στο κεφάλι του τραπεζιού και στις δυο θέσεις δεξιά κι αριστερά του, ήταν κάτι –ή, μάλλον, τρία κάτι.

«Τι ν’ αυτά;» ρώτησε ψιθυριστά η Λούσυ. «Σαν κάστορες καθισμένοι στο τραπέζι μοιάζουν.»

«Ή σαν πελώριες φωλιές πουλιών» συμπλήρωσε ο Έντμουντ.

«Ή σαν μικρές θημωνιές» είπε ο Κασπιανός.

Ο Ριπιτσιπιτσίπ πετάχτηκε μπροστά, πήδηξε σ’ ένα κάθισμα κι από κει στο τραπέζι, και παρακάμπτοντας με χάρη, σαν χορευτής, τα κύπελλα με τα πολύτιμα πετράδια, τις πυραμίδες των φρούτων και τις φιλντισένιες αλατιέρες, έφτασε στον μυστηριώδη γκρίζο όγκο της άλλης άκρης, τον περιεργάστηκε, τον άγγιξε και τους φώναξε: