«Αυτοί εδώ αποκλείεται να πολεμήσουν!»
Και τώρα πλησίασαν κι οι άλλοι, κι είδαν καθισμένους στο τραπέζι τρεις άντρες –ή μάλλον τρία πλάσματα, που έπρεπε να τα κοιτάξεις πολύ προσεχτικά για να καταλάβεις πως ήταν άντρες. Είχαν γκρίζα μαλλιά, τόσο μακριά, που τους έπεφταν στα μάτια και τους σκέπαζαν το πρόσωπο, κι οι γενειάδες τους σέρνονταν στο τραπέζι αγκαλιάζοντας πιάτα, κύπελλα και πιατέλες όπως οι βατομουριές το φράχτη, κι ένα σωρά σερβίτσια είχαν κυλήσει απ’ το τραπέζι στο πάτωμα μπερδεμένα σ’ ένα πυκνό στρώμα από τρίχες. Και τα μαλλιά τους κρέμονταν πίσω, τόσο μακριά, που σκέπαζαν ως κάτω τα πέτρινα καθίσματα. Θα ’λεγες πως οι τρεις άντρες ήταν φτιαγμένοι μόνο από μαλλιά.
«Νεκροί είναι;» ρώτησε ο Κασπιανός.
«Δε μου φαίνεται, αφέντη» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, προσπαθώντας να ξεμπερδέψει και με τα δυο του ποδαράκια το χέρι του ενός μέσα απ’ τα πυκνά μαλλιά. «Το χέρι του είναι ζεστό κι ο σφυγμός του χτυπάει.»
«Κι αυτό ζεστό είναι... Κι αυτό...» είπε ο Δρινιανός.
«Καλέ, κοιμούνται του καλού καιρού!» φώναξε ο Ευστάθιος.
«Πρέπει να κοιμούνται χρόνια» είπε ο Έντμουντ, «γι’ αυτό μάκρυναν έτσι τα μαλλιά τους».
«Μόνο από μάγια έχω δει τέτοιον ύπνο» είπε η Λούσυ. «Καλά το ’νιωσα εγώ απ’ τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας εδώ πέρα. Όλο το νησί είναι γεμάτο μάγια. Εμάς περίμεναν για να τα λύσουμε;»
«Για να δούμε» είπε ο Κασπιανός, κι άρχισε να ταρακουνάει τον πρώτο κοιμισμένο. Για μια στιγμή, όλοι πίστεψαν πως κάτι θα γίνει, γιατί ο κοιμισμένος ανάσανε βαθιά και μουρμούρισε: «Τέρμα η ανατολή. Δεν. πάει άλλο. Κάντε πανιά για τη Νάρνια». Κι αμέσως ξαναβυθίστηκε πιο βαθιά από πρώτα. Το βαρύ του κεφάλι κρέμασε πιο χαμηλά, πλησιάζοντας το τραπέζι, κι οι υπόλοιπες προσπάθειες του Κασπιανού πήγαν χαμένες. Σχεδόν τα ίδια έγιναν και με τον δεύτερο. «Δεν είμαστε κτήνη εμείς... Όσο μπορείτε, τραβάτε ανατολικά... Χώρες πίσω απ’ τον ήλιο...» μουρμούρισε και ξαναβυθίστηκε στον ύπνο. Κι ο τρίτος είπε μόνο: «Μου περνάτε τη μουστάρδα, παρακαλώ;» και συνέχισε να ροχαλίζει.
«Κάντε πανιά για τη Νάρνια, ε;» είπε ο Δρινιανός.
«Σωστά» απάντησε ο Κασπιανός. «Δρινιανέ, νομίζω πως η αναζήτησή μας τελειώνει εδώ. Στάσου να δούμε τα δαχτυλίδια τους. Α, μάλιστα, να και τα οικόσημα. Αυτός εδώ είναι ο Λόρδος Ρεβιλιανός. Κι αυτός, ο Λόρδος Αργκόζ. Κι αυτός, ο Λόρδος Μάβραμορν.»
«Και τι θα κάνουμε τώρα που δεν ξυπνάνε;» είπε η Λούσυ.
«Να με συγχωρούν οι Μεγαλειότητες σας» μίλησε τότε ο Ράινς, «αλλά δεν τσιμπάμε κάτι όσο τα κουβεντιάζουμε; Τέτοιο τραπέζι δε μας περιμένει κάθε μέρα...»
«Ούτε να το σκεφτείς!» είπε ο Κασπιανός.
«Βέβαια, βέβαια» είπαν κάμποσοι ναύτες. «Εδώ ο τόπος είναι μαγεμένος. Καλύτερα να γυρίσουμε στο καράβι μια ώρα αρχύτερα.»
«Να μου το θυμηθείτε» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Οι τρεις Λόρδοι έφαγαν απ’ αυτά και κοιμούνται εφτά χρόνια!»
«Εγώ δεν τ’ αγγίζω, μακάρι να μου πάρεις το κεφάλι» είπε ο Δρινιανός.
«Μυστήριο πράμα! Τι γρήγορα που λιγοστεύει το φως...» είπε ο Ρύνελφος.
«Πίσω στο καράβι... Να γυρίσουμε πίσω» μουρμούρισαν οι ναύτες.
«Έτσι λέω κι εγώ» είπε ο Έντμουντ. «Κι αύριο θα δούμε τι θα κάνουμε με τους τρεις κοιμισμένους. Το φαί δεν πρέπει να τ’ αγγίξουμε, κι ούτε έχει νόημα να περάσουμε τη νύχτα εδώ. Ο τόπος μυρίζει μάγια –και κίνδυνο!»
«Συμφωνώ με το Βασιλέα Εδμόνδο» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «αλλά μόνο για το πλήρωμα εν γένει. Προσωπικώς, θα μείνω εδώ ώσπου να ξημερώσει».
«Είσαι στα καλά σου;» είπε ο Ευστάθιος.
«Βεβαίως. Η περιπέτεια είναι μεγάλη» απάντησε ο Ποντικός, «και ο κίνδυνος μάλλον ασήμαντος. Για μένα, θα ’ναι χειρότερο να γυρίσω στη Νάρνια και να τρώγομαι πως δείλιασα κι άφησα άλυτο τέτοιο μυστήριο».
«Τότε, θα μείνω μαζί σου» είπε ο Έντμουντ.
«Κι εγώ» πετάχτηκε ο Κασπιανός.
«Κι εγώ μαζί σας» φώναξε η Λούσυ. Κι έτσι, προσφέρθηκε να μείνει κι ο Ευστάθιος. Και πρέπει να ξέρετε πως ήταν πολύ γενναία απόφαση, γιατί όσα είχε ζήσει μαζί τους ως τότε, δεν τα ’χε δει ούτε στον ύπνο του πριν απ’ την ώρα που βρέθηκε στον Ταξιδιώτη της Αυγής, και δεν ήταν καθόλου μαθημένος σε κινδύνους.
«Μεγαλειότατε, σας εξορκίζω...» είπε ο Δρινιανός.
«Όχι, Λόρδε μου» είπε ο Κασπιανός. «Η δική σου θέση είναι στο πλοίο. Κι ύστερα, είσαι στο πόδι απ’ το πρωί. Εμείς είμαστε ξεκούραστοι.» Ακολούθησαν ένα σωρό επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, και στο τέλος επικράτησε η άποψη του Κασπιανού. Κι όταν το πλήρωμα γύρισε στο καράβι κι άρχισε να σκοτεινιάζει, οι πέντε φρουροί –ή μάλλον οι τέσσερις, γιατί ο Ποντικός πρέπει να εξαιρεθεί– ένιωσαν κάτι παγωμένο να τους σφίγγει το στομάχι.
Χρειάστηκαν κάμποση ώρα για να διαλέξουν τις θέσεις τους. Το τραπέζι ήταν επικίνδυνο, κι όλοι σκέφτονταν το ίδιο πράγμα, μόλο που κανείς δεν το είπε φωναχτά. Όπως και να το κάνουμε, δεν ήταν εύκολη εκλογή. Κανένας δεν άντεχε να περάσει τη νύχτα δίπλα σ’ αυτά τα τρομερά τριχωτά πλάσματα, που μπορεί να μην ήταν νεκρά, αλλά ούτε και ζωντανά ήταν, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Πάλι, αν κάθονταν στην πέρα άκρη του τραπεζιού, δε θα τους έβλεπαν καλά στο σκοτάδι, και δε θα τους έπαιρναν χαμπάρι αν σάλευαν. Χώρια που, μετά τα μεσάνυχτα, θα τους έχαναν τελείως απ’ τα μάτια τους, κι η αγρύπνια θα πήγαινε χαμένη. Κι έτσι, γύριζαν γύρω γύρω στο τραπέζι, κι έλεγαν: «Ίσως από δω» ή «καλύτερα λίγο πιο κει» και «Απ’ την εδώ μεριά ή απ’ την απέναντι;» ώσπου επιτέλους κάθισαν στη μέση του τραπεζιού και λίγο πιο κει, μια ιδέα πιο κοντά στους κοιμισμένους. Κόντευε δέκα η ώρα κι ήταν πια σκοτεινά. Οι παράξενοι, άγνωστοι αστερισμοί άναβαν ολόλαμπροι στην ανατολή, κι η Λούσυ αποφάσισε πως, τελικά, προτιμούσε τη Λεοπάρδαλη και το Πλοίο, τα γνώριμα αστέρια της Νάρνια.