Τυλίχτηκαν λοιπόν στους μανδύες τους και περίμεναν ακίνητοι. Στην αρχή, δοκίμασαν να πιάσουν κουβέντα, αλλά κανένας δεν είχε όρεξη για λόγια, κι έμειναν έτσι, καθισμένοι, χωρίς να κάνουν τίποτα, ακούγοντας τα κύματα που έσπαγαν στην ακτή.
Πέρασαν ώρες που τους φάνηκαν αιώνες, κι ήρθε μια στιγμή που όλοι ένιωσαν πως τους είχε πάρει ο ύπνος και μόλις τώρα ξυπνούσαν. Τ’ αστέρια είχαν αλλάξει θέση απ’ την τελευταία φορά που τα είχαν κοιτάξει, κι ο ουρανός ήταν κατάμαυρος, εκτός από ένα αχνό γκρίζο που σημάδευε την ανατολή. Ήταν ξεπαγιασμένοι, μουδιασμένοι και διψούσαν, όμως κανείς τους δε μίλησε γιατί, επιτέλους, είχε αρχίσει να συμβαίνει κάτι.
Μπροστά τους, πέρα απ’ τις κολόνες, ήταν η πλαγιά ενός χαμηλού λόφου. Και τώρα μια πόρτα άνοιξε στην πλαγιά κι από μέσα φάνηκε φως. Κάποιος βγήκε από την πόρτα και την ξανάκλεισε. Το πλάσμα που είχε βγει, κρατούσε κάτι αναμμένο –κι αυτό το φως ήταν το μόνο που ξεχώριζε μες στο σκοτάδι. Το πλάσμα τους πλησίασε αργά αργά, κι όταν έφτασε στην απέναντι μεριά του τραπεζιού, είδαν πως ήταν μια ψηλόλιγνη κοπέλα με μακρύ γαλάζιο φόρεμα χωρίς μανίκια, και ξανθά μαλλιά που της σκέπαζαν τις πλάτες. Κι όλοι την κοίταξαν και κατάλαβαν για πρώτη φορά στη ζωή τους τι θα πει ομορφιά.
Η κοπέλα κρατούσε ένα ασημένιο καντηλέρι μ’ ένα μεγάλο κερί, και το ακούμπησε στο τραπέζι. Δεν ξέρω αν είχε πέσει στο μεταξύ ο άνεμος που ερχόταν απ’ τη θάλασσα, πάντως η φλόγα του κεριού στάθηκε ολόισια κι ασάλευτη, λες κι έκαιγε σ’ ένα δωμάτιο με παράθυρα κλειστά και τραβηγμένες κουρτίνες. Άστραψαν στο φως του τ’ ασήμια και τα χρυσάφια του τραπεζιού.
Και τώρα, η Λούσυ πρόσεξε κάτι πάνω στο τραπέζι. Κάτι που δεν το ’χε προσέξει ως τότε. Ήταν ένα πέτρινο μαχαίρι, κοφτερό σαν ατσάλι, ένα όπλο πανάρχαιο –και άγριο.
Κι όπως κοιτούσαν όλοι αμίλητοι, άξαφνα, πρώτος ο Ριπιτσιπιτσίπ και δεύτερος ο Κασπιανός, πετάχτηκαν όρθιοι. Είχαν καταλάβει πως η άγνωστη κοπέλα ήταν κάποια μεγάλη αρχόντισσα.
«Ταξιδιώτες που ήρθατε από μακριά στο Τραπέζι του Ασλάν» είπε η κοπέλα, «γιατί δεν τρώτε και γιατί δεν πίνετε;»
«Κυρία» απάντησε ο Κασπιανός, «φοβηθήκαμε. Νομίζαμε πως το φαΐ βύθισε τους φίλους μας σ’ αυτόν το μαγεμένο ύπνο».
«Ούτε που το άγγιξαν το φαί» απάντησε η κοπέλα.
«Σας παρακαλώ» είπε η Λούσυ, «πείτε μας τι έπαθαν...»
«Εδώ κι εφτά χρόνια» είπε η κοπέλα, «έφτασαν εδώ μ’ ένα καράβι που είχε πανιά κουρελιασμένα και σκαρί τσακισμένο. Είχαν και λίγους ναύτες μαζί τους, κι όταν ανακάλυψαν το Τραπέζι, ο ένας είπε: “Ωραίος τόπος. Δέστε τις μούδες, αφήστε τα κουπιά. Ας μείνουμε εδώ, να τελειώσουμε ειρηνικά τη ζωή μας”. Κι ο δεύτερος είπε: “Όχι, να κάνουμε πανιά για τη δύση, να γυρίσουμε στη Νάρνια. Μπορεί να ’χει πεθάνει ο Μιράζ”. Όμως ο τρίτος, που ήταν πολύ αυταρχικός, πετάχτηκε πάνω και φώναξε: “Όχι, μα τον ουρανό! Είμαστε άντρες και Τελμαρινοί, δεν είμαστε κτήνη! Την περιπέτεια πρέπει να ζητάμε. Πάντα την περιπέτεια. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε πολλή ζωή μπροστά μας. Όση μας απομένει, ας την περάσουμε ταξιδεύοντας στον ακατοίκητο κόσμο Πίσω απ’ την Ανατολή”. Κι έπειτα λογόφεραν, κι ο τρίτος άρπαξε το Πέτρινο Μαχαίρι που βλέπετε. Ήθελε να φοβερίσει τους συντρόφους του. Όμως αυτό το μαχαίρι δεν κάνει να το αγγίζει κανείς, και μόλις έσφιξε τα δάχτυλά του στη λαβή, ύπνος βαθύς τους αγκάλιασε και τους τρεις, και δε θα ξυπνήσουν αν δε λυθούν τα μάγια».
«Τι είναι το Πέτρινο Μαχαίρι;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Κανένας σας δεν ξέρει;» είπε η κοπέλα.
«Νο... νομίζω... Κάπου το ’χω ξαναδεί» είπε η Λούσυ. «Μ’ ένα τέτοιο μαχαίρι, τα παλιά χρόνια, θέλησε να σκοτώσει τον Ασλάν πάνω στο Πέτρινο Τραπέζι... η Λευκή Μάγισσα!»
«Αυτό είναι» απάντησε η κοπέλα, «και το φυλάμε εδώ ευλαβικά, ώσπου να σβήσει ο κόσμος».