Выбрать главу

Έχει γίνει ερείπιο, ο δύστυχος...»

«Γιε μου» είπε το αστέρι, «και να ’θελες, δε θα γινόταν να σαλπάρεις για το Τέλος του Κόσμου μαζί με συντρόφους απρόθυμους ή ξεγελασμένους. Δε λύνονται έτσι τα μεγάλα μάγια. Οι σύντροφοί σου πρέπει να ξέρουν πού πηγαίνουν και γιατί. Όμως... για ποιον δύστυχο μιλούσες;»

Κι ο Κασπιανός είπε στον Ραμάντου την ιστορία του Ρουπ.

«Εγώ μπορώ να του δώσω αυτό που λαχταράει» είπε ο Ραμάντου. «Σε τούτο το νησί υπάρχει ένας ύπνος χωρίς μέτρο και όριο, ένας ύπνος, που μέσα του δεν αντηχεί ποτέ πατημασιά ονείρου. Άφησέ τον να μείνει μ’ αυτούς τους τρεις και να πιει λησμονιά ώσπου να γυρίσετε.»

«Καλά σου λέει, Κασπιανέ» είπε η Λούσυ. «Να δεις που κι ο ίδιος θα το θέλει».

Πάνω στην ώρα, ακούστηκαν να ζυγώνουν βήματα και φωνές: ήταν ο Δρινιανός με το πλήρωμα του Ταξιδιώτη της Αυγής. Μα όταν είδαν τον Ραμάντου και την κόρη του, όλοι σταμάτησαν ξαφνιασμένοι και μαντεύοντας πως είχαν να κάνουν με πλάσματα αρχοντικά, έβγαλαν τα σκουφιά και τα καπέλα τους. Κάποια μάτια καρφώθηκαν παραπονεμένα στα άδεια πιάτα και στα μπουκάλια του τραπεζιού.

«Καπετάνιε» είπε ο Βασιλιάς στον Δρινιανό, «στείλε σε παρακαλώ δυο άντρες στον Ταξιδιώτη της Αυγής, να δώσουν ένα μήνυμα στο Λόρδο Ρουπ. Να του πουν πως οι τελευταίοι απ’ τους παλιούς του συντρόφους κοιμούνται εδώ, μ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα, και πως κι αυτός μπορεί να κοιμηθεί μαζί τους».

Κι όταν έγινε όπως παράγγειλε, ο Κασπιανός είπε στους ναύτες να καθίσουν, και τους εξήγησε καταλεπτώς πώς είχαν τα πράγματα. Μεγάλη σιωπή ακολούθησε τα λόγια του, ακούστηκαν μερικά ψιθυρίσματα, και στο τέλος σηκώθηκε ο αρχιλοστρόμος.

«Μεγαλειότατε» είπε, «πολλοί από μας, καιρό τώρα, θέλαμε να ρωτήσουμε κάτι: είτε από δω αρχίσει η επιστροφή μας είτε απ’ αλλού, πώς θα φτάσουμε στην πατρίδα; Ίσαμε τώρα, είχαμε μόνο δυτικούς και βορειοδυτικούς ανέμους, αν εξαιρέσω κάνα δυο μπουνάτσες. Αν δε γυρίσει ο άνεμος, τι ελπίδα μένει να ξαναδούμε τη Νάρνια; Κι ύστερα, τα εφόδια δε θα φτάσουν αν κάνουμε όλο το δρόμο με τα κουπιά!».

«Σαν στεριανός μιλάς» τον έκοψε ο Δρινιανός. «Αυτές οι θάλασσες έχουνε πάντα δυτικούς ανέμους στα τέλη του καλοκαιριού. Με τον καινούριο χρόνο οι άνεμοι αλλάζουν, και θα ’χουμε όσους τραβάει η ψυχή σου για να γυρίσουμε δυτικά –ίσως και παραπάνω απ’ ό,τι χρειαζόμαστε, αν με πληροφορούν σωστά.»

«Έτσι, είναι, αφέντη μου» πετάχτηκε ένας γέρο-θαλασσινός από την Γκάλμα. «Γενάρη και Φλεβάρη σηκώνονται απ’ την ανατολή μεγάλες φουρτούνες. Και, με την άδειά σου, αν έκανα εγώ κουμάντο στο καράβι, θα ’λεγα να ξεχειμωνιάσουμε δωνά, και κατά το Μάρτη να φύγουμε για την πατρίδα.»

«Και τι θα τρώτε όλο το χειμώνα;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Αυτό το τραπέζι» είπε ο Ραμάντου, «θα γεμίζει με βασιλικά φαγιά κάθε ηλιοβασίλεμα».

«Τώρα, μάλιστα!» είπαν κάμποσοι ναύτες.

«Μεγαλειότατοι» είπε ο Ρούνελφος, «έχω κι εγώ να πω κάτι. Σ’ αυτό το ταξίδι κανένας μας δεν ήρθε με το ζόρι. Είμαστε όλοι εθελοντές. Τώρα βέβαια, μερικοί κοιτάζουν το τραπέζι και ονειρεύονται βασιλικά τσιμπούσια, όμως τη μέρα που σαλπάραμε από το Κάιρ Πάραβελ μιλούσαν μόνο για περιπέτειες, κι ορκίζονταν να μη γυρίσουν αν δε φτάσουν στην άκρη του κόσμου. Και πίσω, στο μόλο, έμειναν μερικοί που θα ’διναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να ’ρθουν μαζί μας. Εκείνη τη μέρα μετρούσε πιο πολύ να ’σαι μούτσος στον Ταξιδιώτη της Αυγής, παρά να φοράς βασιλική κορόνα. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Να, θέλω να πω πως θα ’ναι πιο χαζός κι απ’ τα Χαζουλόποδα όποιος ξεκινάει για τέτοιο ταξίδι, και γυρίζει στον τόπο του λίγο πριν φτάσει στο Τέλος του Κόσμου, μόνο και μόνο γιατί δεν το λέει η καρδιά του να προχωρήσει!».

Κάμποσοι ναύτες χειροκρότησαν, αλλά μερικοί μουρμούρισαν πως δεν πειράζει, καλά είναι κι έτσι.

«Δύσκολα τα βλέπω» ψιθύρισε ο Έντμουντ στον Κασπιανό. «Αν μείνουν πίσω οι μισοί, τι θα κάνουμε;».

«Στάσου» απάντησε ψιθυριστά ο Κασπιανός. «Δεν εξάντλησα όλα τα μέσα.»

«Ριπ, δε μιλάς;» είπε σιγανά η Λούσυ.