Выбрать главу

Εκείνη τη νύχτα έφαγαν κι ήπιαν στο Τραπέζι του Ασλάν, που ξαναγέμισε ως δια μαγείας με φαγητά. Και το πρωί, μόλις έφυγαν τ’ άσπρα πουλιά, ο Ταξιδιώτης της Αυγής έκανε πανιά.

«Κυρία» είπε ο Κασπιανός, «ελπίζω να σας ξαναδώ όταν λυθούν τα μάγια». Κι η κόρη του Ραμάντου τον κοίταξε και χαμογέλασε.

15

Τα θαύματα της τελευταίας θάλασσας

Όταν χάθηκε πίσω τους η χώρα του Ραμάντου, οι ταξιδιώτες ένιωσαν πως αρμένιζαν πέρα απ’ τον κόσμο. Όλα ήταν αλλοιώτικα. Πρώτα πρώτα, ανακάλυψαν πως χρειάζονταν τώρα λιγότερο ύπνο. Κανένας δεν ήθελε να πλαγιάσει ούτε να φάει πολύ. Μιλούσαν ελάχιστα, και πάντα χαμηλόφωνα. Κι έπειτα, ήταν το φως. Το φως είχε δυναμώσει ασυνήθιστα. Ο ήλιος που έβγαινε κάθε πρωί, έμοιαζε δυο και τρεις φορές μεγαλύτερος απ’ το κανονικό του. Και κάθε πρωί τα πελώρια άσπρα πουλιά περνούσαν κοπάδια πάνω απ’ το καράβι, χάνονταν στη δύση, να ταϊστούν στο Τραπέζι του Ασλάν, και σε λίγο ξαναγυρνούσαν και χάνονταν στην ανατολή. Η Λούσυ ένιωθε την καρδιά της να σκιρτά καθώς τ’ άκουγε να τραγουδούν με ανθρώπινη φωνή σε μια γλώσσα ακατάληπτη.

«Τι ωραίο και καθαρό που είναι το νερό!» είπε μέσα της η Λούσυ το απογεματάκι της δεύτερης μέρας, γέρνοντας στην αριστερή κουπαστή.

Είχε δίκιο. Το πρώτο που πρόσεξε, ήταν ένα μικρό μαύρο αντικείμενο, ίσαμ’ ένα παπούτσι, που αρμένιζε πλάι τους ακολουθώντας το καράβι με την ίδια ταχύτητα. Για μια στιγμή, η Λούσυ φαντάστηκε πως κάτι έπλεε στην επιφάνεια. Τότε όμως πέρασε δίπλα της ένα ξεροκόμματο που είχε πετάξει ο μάγειρας απ’ το καμπούνι, κι εκεί που νόμιζε πως το ξεροκάμματο θα συγκρουστεί με το μαύρο πράγμα, η Λούσυ το είδε να περνάει από πάνω του, και κατάλαβε πως το μαύρο πράγμα ήταν πολύ πιο βαθιά. Κι άξαφνα, το μαύρο πράγμα μεγάλωσε, κι όλο μεγάλωνε, ώσπου πήρε το κανονικό του μέγεθος.

Η Λούσυ σκέφτηκε πως κάπου το ’χε ξαναδεί αυτό το φαινόμενο –αν μπορούσε μόνο να θυμηθεί που... Έπιασε σφιχτά τό μέτωπό της, ζάρωσε τα φρύδια της κι έβγαλε τη γλώσσα της, πιέζοντας τον εαυτό της να θυμηθεί. Α, ναι, τώρα το θυμόταν. Το ίδιο γινόταν και στο τρένο, αν ταξίδευες μέρα με ήλιο. Έβλεπες τη μαύρη σκιά του βαγονιού σου να τρέχει στα χωράφια παράλληλα με το τρένο, με την ίδια ταχύτητα. Κι έπειτα, περνώντας από κάποιο ανάχωμα, η σκιά σε πλησίαζε και μεγάλωνε τρέχοντας πάνω στο χορτάρι, κι όταν το ανάχωμα τέλειωνε –τσακ!– η μαύρη σκιά ξανάπαιρνε το κανονικό της μέγεθος κι έτρεχε πάλι στα χωράφια.

«Η σκιά μας είναι –η σκιά του Ταξιδιώτη της Αυγής», είπε η Λούσυ. «Η σκιά μας τρέχει στο βυθό της θάλασσας. Κι όταν μεγάλωσε, πρέπει να περνούσε από κάποιο λόφο. Μα τότε το νερό πρέπει να ’ναι απίστευτα καθαρό! Πρέπει να βλέπω το βυθό της θάλασσας, τόσες οργιές βάθος!»

Και λέγοντάς το, συνειδητοποίσε πως η μεγάλη ασημένια επιφάνεια που κοιτούσε (χωρίς να την προσέχει) τόση ώρα, ήταν η άμμος του βυθού, κι όλα τα σκοτεινά και τα φωτεινά μπαλώματα δεν ήταν φώτα και σκιές στην επιφάνεια, αλλά πράγματα στο βυθό. Να, τώρα δα, ας πούμε, περνούσαν πάνω από έναν όγκο απαλό πράσινο με μαβιές ανταύγειες, που τον έκοβε στη μέση μια φαρδιά ελικοειδής λουρίδα σε αχνό γκρίζο. Κι επειδή η Λούσυ ήξερε πια πως βλέπει το βυθό, έδωσε μεγαλύτερη προσοχή. Κάποια σκοτεινά σημεία ήταν ψηλότερα από τ’ άλλα και κυμάτιζαν απαλά. «Σαν τα δέντρα στον άνεμο» είπε μέσα της. «Μα και βέβαια είναι δέντρα. Ένα υποβρύχιο δάσος!»

Κι όπως περνούσαν πάνω απ’ το δάσος, η αχνή λουρίδα έσμιξε με άλλη μια. «Αν ήμουν εκεί, κάτω» σκέφτηκε η Λούσυ, «αυτή η λουρίδα θα ’ταν σαν δρόμος μέσ’ απ’ το δάσος. Κι αυτό το σημείο θα ’μοιαζε με σταυροδρόμι. Αχ, να ’μουν στο βυθό! Α, το δάσος τελειώνει. Να δεις που η λουρίδα ήταν αληθινός δρόμος. Να τον! Συνεχίζεται πάνω στην άμμο. Και τώρα έχει άλλο χρώμα. Οι άκρες του είναι σημαδεμένες με κάτι... Σαν τελίτσες... Μάλλον πέτρες θα ’ναι. Α, ο δρόμος φαρδαίνει...»

Ο δρόμος δε φάρδαινε. Απλώς, ερχόταν πιο κοντά. Η Λούσυ το κατάλαβε, επειδή η σκιά του πλοίου ανέβαινε τρεχάτη προς το μέρος της. Ο δρόμος –γιατί ήταν πια σίγουρη πως πρόκειται για δρόμο– ήταν γεμάτος στροφές, σαν ν’ ανέβαινε σ’ έναν απότομο λόφο. Η Λούσυ έγειρε πλάι και κοίταξε πίσω. Το θέαμα ήταν πανομοιότυπο μ’ αυτό που βλέπουμε απ’ την κορφή ενός λόφου, στο τέλος ενός δρόμου με πολλές στροφές. Το φως του ήλιου έσκιζε τα βαθιά νερά φωτίζοντας τη δασωμένη κοιλάδα. Πέρα μακριά, όλα έλιωναν κι έσμιγαν σ’ ένα ακαθόριστο πράσινο, εκτός από μερικά σημεία –ίσως τα πιο φωτισμένα, σκέφτηκε η Λούσυ– που ήταν βαθυγάλαζα.