Выбрать главу

Δεν μπορούσε όμως να κοιτάζει μόνο πίσω, γιατί αυτό που ξεπρόβαλλε λίγο λίγο μπροστά της ήταν πιο συναρπαστικό. Ο δρόμος είχε φτάσει στην κορφή του λόφου, και συνεχιζόταν ίσια μπροστά. Μικρές κηλίδες σάλευαν πέρα δώθε. Κάτι υπέροχο φάνηκε, φωτισμένο άπλετα απ’ τον ήλιο –ή πάντως όσο μπορούσε να φωτιστεί σε τέτοιο βάθος. Ήταν όγκοι με οδοντωτά περιγράμματα και κεραίες, στο χρώμα του μαργαριταριού ή του ελεφαντόδοτου. Στην αρχή, η Λούσυ δεν κατάλαβε τι ήταν, γιατί οι παράξενοι όγκοι βρίσκονταν από κάτω της, στην ίδια ευθεία με το βλέμμα της. Κι έπειτα, πρόσεξε τις σκιές. Ο ήλιος έπεφτε πάνω απ’ τους ώμους της, κι οι σκιές των παράξενων όγκων σέρνονταν μακριές στην άμμο. Από το σχήμα τους η Λούσυ μάντεψε πως ήταν κάστρα και σουβλερές στέγες, μιναρέδες και θόλοι.

«Α, πόλη είναι! Ή πελώριο κάστρο...» είπε μέσα της.

«Μα γιατί να το χτίσουν στην κορφή ενός ψηλού βουνού;»

Καιρό αργότερα, όταν βρισκόταν πια στη Αγγλία και το κουβέντιαζε με τον Έντμουντ, σκέφτηκαν κι οι δυο μαζί την απάντηση στο «γιατί», κι είμαι βέβαιος πως μάντεψαν σωστά. Στη θάλασσα, όσο πιο βαθιά κατεβαίνεις, τόσο πιο σκοτεινά και κρύα είναι, κι εκεί, στο κρύο και στη σκοτεινιά, ζουν επικίνδυνα πλάσματα –το Μεγάλο Χταπόδι, το Φίδι της Θάλασσας και το Τέρας Κράκεν. Οι κοιλάδες είναι άγριες και αφιλόξενες, κι οι Άνθρωποι της Θάλασσας έχουν τις κοιλάδες τους όπως εμείς τα απάτητα βουνά, και τα βουνά τους όπως εμείς τις κοιλάδες. Μόνο «στα ψηλά» (όπως για μας «στα χαμηλά») υπάρχει ζέστη και ειρήνη. Οι τολμηροί κυνηγοί και οι γενναίοι ιππότες της θάλασσας κατεβαίνουν στα βαθιά αναζητώντας κινδύνους και περιπέτειες, κι έπειτα επιστρέφουν στα ψηλά, όπου τους περιμένει ξεκούραση και γαλήνη, έρωτες, συμβούλια, χοροί, τραγούδια, κονταρομαχίες.

Τώρα η πόλη ξεμάκραινε πίσω της κι ο βυθός ανέβαινε ολοένα, κοντεύοντας τα εκατό μέτρα απ’ την καρίνα του Ταξιδιώτη της Αυγής. Ο δρόμος δεν υπήρχε πια. Το καράβι περνούσε πάνω από μια ανοιχτή έκταση, σαν πάρκο, με αραιές συστάδες βλάστησης σε λαμπερά χρώματα. Άξαφνα, η Λούσυ έπνιξε μια κραυγή χαράς: είχε δει ανθρώπους!

Θα ’ταν καμιά εικοσαριά, καβάλα σε ιππόκαμπους – όχι σαν τα μικρούτσικα θαλασσινά αλογάκια που βλέπουμε στα μουσεία της φυσικής ιστορίας αλλά μεγάλους ιππόκαμπους, πιο μεγάλους απ’ τους ανθρώπους. Άρχοντες θα ’ναι, ή ευγενείς, σκέφτηκε η Λούσυ γιατί στα μέτωπά τους άστραφτε χρυσάφι, κι απ’ τους ώμους τους κρέμονταν κρόσια από σμαράγδια και πορτοκαλιά πετράδια που σάλευαν απαλά με το ρεύμα. Κι έπειτα:

«Αχ, όχι, όχι, μη! Εσείς μου λείπατε!» φώναξε η Λούσυ, γιατί ένα κοπάδι πλακουτσά ψαράκια περνούσε σχεδόν στον αφρό, ανάμεσα στη Λούσυ και στους Ανθρώπους της Θάλασσας. Όμως αυτό που ακολούθησε, ήταν συναρπαστικό. Άξαφνα, ένα άγριο ψαράκι, που η Λούσυ δεν το ’χε ξαναδεί, όρμησε απ’ τα βαθιά, άνοιξε το στόμα του και, χράτς! άρπαξε στα δόντια του ένα πλακουτσό ψαράκι κι άρχισε να ξαναβουλιάζει ολοταχώς. Οι Άνθρωποι της Θάλασσας, καβάλα στ’ άλογά τους, είχαν σταθεί και παρακολουθούσαν. Η Λούσυ τους είδε να λένε κάτι και να γελούν. Κι όπως το πρώτο κυνηγόψαρο τους πλησίαζε κουβαλώντας τη λεία του, οι Άνθρωποι της Θάλασσας έστειλαν κα δεύτερο κυνηγόψαρο. Η Λούσυ ήταν σχεδόν βέβαιη πως το δεύτερο κυνηγόψαρο το ’χε στείλει ένας πελώριος Άνθρωπος της Θάλασσας, που βρισκόταν στη μέση της συντροφιάς, καβάλα στο θαλασσινό του άλογο. Σαν να το ’χε κουρνιασμένο στον καρπό του, και το ’χε απολύσει μ’ ένα τίναγμα του χεριού του.

«Λοιπόν» είπε φωναχτά η Λούσυ, «να δεις που έχουν βγει κυνήγι. Μα βέβαια, κυνηγοί είναι, σαν κι εκείνους που κυνηγούν με γεράκια. Τ’ άγρια ψάρια κουρνιάζουν στο χέρι τους, όπως κούρνιαζαν στο χέρι μας τα γεράκια, παλιά, όταν βασιλεύαμε στο Κάιρ Πάραβελ. Κι έπειτα πετούν... ή μάλλον κολυμπούν... κι αρπάζουν τη λεία τους...».

Άξαφνα, η σκηνή άλλαξε. Οι Άνθρωποι της Θάλασσας είχαν προσέξει τον Ταξιδιώτη της Αυγής. Τα πλακουτσά ψαράκια σκόρπιζαν δεξιά κι αριστερά, κι οι Άνθρωποι ανηφόριζαν με τ’ άλογά τους να δουν τι ήταν το μεγάλο μαύρο πράγμα που τους είχε σκιάσει τον ήλιο. Πλησίασαν έτσι τόσο κοντά στην επιφάνεια, που της Λούσυ της φάνηκε πως βρίσκονταν πια στον αέρα κι όχι στο νερό, και πως μπορούσαν να της μιλήσουν. Ήταν άντρες και γυναίκες με παράξενες κορόνες και μαργαριταρένια γιορντάνια. Ρούχα δε φορούσαν όμως. Το σώμα τους είχε το χρώμα του παλιωμένου ελεφαντόδοτου και τα μαλλιά τους ήταν μενεξεδένια. Στη μέση, ο βασιλιάς τους (γιατί βασιλιάς έπρεπε να ’ναι αυτό το πλάσμα) κοιτούσε άγρια και περήφανα τη Λούσυ, ανεμίζοντας το ακόντιό του. Το ίδιο έκαναν κι οι ιππότες του, μα οι κυρίες έδειχναν ταραγμένες. Η Λούσυ κατάλαβε πως πρώτη φορά έβλεπαν άνθρωπο και καράβι –γιατί εδώ, στις θάλασσες πέρα απ’ το Τέλος του Κόσμου, κανένα πλοίο δεν είχε φτάσει ποτέ.