«Τι κοιτάς;» είπε δίπλα της μια φωνή.
Η Λούσυ ήταν τόσο απορροφημένη απ’ το θέαμα, που η φωνή την τρόμαξε, κι όπως γύριζε να δει, κατάλαβε πως το χέρι της ήταν μουδιασμένο, γιατί είχε μείνει ώρα σκυμμένη στην κουπαστή. Δίπλα της ήταν ο Έντμουντ και πιο πίσω ο Δρινιανός.
«Κοιτάξτε!» είπε.
Έσκυψαν κι οι δυο, και τότε ο Δρινιανός ψιθύρισε τρομαγμένος:
«Μεγαλειότατοι, κάντε πως δε βλέπετε! Γυρίστε αλλού... έτσι... με την πλάτη στη θάλασσα. Κάντε πως δε συμβαίνει τίποτα... πως δεν τους είδατε...»
«Μα γιατί; Τι έπαθες;» είπε η Λούσυ.
«Αυτά τα πράγματα δεν είναι να τα βλέπουν οι θαλασσινοί» είπε ο Δρινιανός, «γιατί πάντα κάποιος ερωτεύεται μια Γυναίκα της Θάλασσας ή μια υποβρύχια πολιτεία, και πηδάει στο νερό. Έχω ακουστά παρόμοιες ιστορίες από άγνωστες θάλασσες. Είναι γρουσουζιά να τα κοιτάζεις αυτά τα πλάσματα».
«Μα εμείς έχουμε ξαναδεί» είπε η Λούσυ, «παλιά, στο Κάιρ Πάραβελ, όταν Μεγάλος Βασιλιάς ήταν ο αδερφός μου ο Πέτρος. Στη στέψη μας βγήκαν από τη θάλασσα και τραγουδούσαν».
«Εκείνοι ήταν αλλιώτικοι» είπε ο Έντμουντ. «Ζούσαν και στο νερό και στον αέρα. Ετούτοι δω δεν πρέπει να ζουν έξω απ’ το νερό. Κι αν κρίνω απ’ την όψη τους, θα ’χαν βγει κιόλας στην επιφάνεια και θα μας ρίχνονταν. Είδες τι άγριοι που είναι;»
«Και πάντως...» είπε ο Δρινιανός, αλλά η κουβέντα του έμεινε στη μέση, γιατί εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν δυο ήχοι. Ένα «πλατς» και μια φωνή απ’ το καμπούνι: «Άνθρωπος στη θάλασσα!» Έτρεξαν όλοι μαζί. Ναύτες σκαρφάλωναν στο κατάρτι να μαζέψουν το πανί, κι άλλοι ορμούσαν στο αμπάρι, στα κουπιά. Κι ο Ράινς, που είχε βάρδια στην πρύμνη, έστριψε τέρμα το τιμόνι για να γυρίσουν πίσω και να μαζέψουν τον άτυχο ναύτη. Αλλά δεν ήταν ακριβώς ναύτης. Ήταν ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«Πανάθεμά τονε για ποντικό!» είπε ο Δρινιανός. «Μονάχος του είναι μεγαλύτερος μπελάς απ’ όλο το πλήρωμα μαζί! Τον τρώει η μύτη του για φασαρία. Μπα, που να τόνε δω στα σίδερα! Να σ’ τον πιάσω και να του μαδήσω τις φαβορίτες τρίχα τρίχα! Το βλέπετε πουθενά το βρομοπόντικο;»
Μη βιαστείτε όμως να πιστέψετε πως ο Δρινιανός δε χώνευε κατά βάθος τον Ριπιτσιπιτσίπ. Κάθε άλλο. Ο Δρινιανός τον υπεραγαπούσε, κι είχε φοβηθεί μήπως πάθει κακό ο φίλος του. Κι από την ταραχή τον είχαν πιάσει τα νεύρα του –όπως κι εσάς η μαμά σας γίνεται έξαλλη όταν τρέχετε στο δρόμο χωρίς να προσέχετε τα αυτοκίνητα. Φυσικά, κανένας δε φοβήθηκε μήπως πνιγεί ο Ριπιτσιπιτσίπ, γιατί ο Ποντικός ήταν λαμπρός κολυμβητής. Όμως οι τρεις, που ήξεραν τι υπάρχει κάτω απ’ το νερό, πήραν μεγάλη τρομάρα –γιατί οι Άνθρωποι της Θάλασσας είχαν μακριά και σουβλερά ακόντια.
Σε λίγα λεπτά, ο Ταξιδιώτης της Αυγής είχε κάνει μεταβολή, και τώρα έβλεπαν ένα σκούρο μπογαλάκι να πλέει στον αφρό. Ήταν ο Ριπιτσιπιτσίπ, που όλο κάτι προσπαθούσε να τους πει αναστατωμένος, αλλά το στόμα του γέμιζε νερό και κανένας δεν έβγαζε άκρη απ’ τις φωνές του.
«Πες του να το βουλώσει γιατί θα πιάσει πάτο!» ούρλιαξε ο Δρινιανός, κι όρμησε στην κουπαστή να πετάξει σκοινί, φωνάζοντας στους ναύτες: «Αφήστε! Όλοι στις θέσεις σας! Αυτό έλειπε, να μην μπορώ να τραβήξω ένα ποντίκι!» Κι όταν ο Ριπιτσιπιτσίπ άρχισε να σκαρφαλώνει στο σκοινί –διόλου σβέλτα, γιατί τον βάραινε η μουσκεμένη γούνα του– ο Δρινιανός έσκυψε όσο πιο πολύ μπορούσε και του ψιθύρισε:
«Σκασμός! Μη μιλήσεις!»
Μα όταν ο Ποντικός πάτησε το κατάστρωμα στάζοντας, αποδείχτηκε πως οι Άνθρωποι της Θάλασσας δεν τον ενδιέφεραν καθόλου.
«Γλυκό!» τσίριξε. «Γλυκό, γλυκό!»
«Τι έκανε, λέει;» είπε αυστηρά ο Δρινιανός. «Και πρόσεξε πώς τινάζεσαι γιατί μ’ έκανες λούτσα!»
«Το νερό είναι γλυκό, γλυκό, σας λέω» φώναξε το Ποντίκι.
«Γλυκό, πόσιμο! Το νερό δεν είναι αρμυρό.»
Για μια στιγμή, κανένας δεν κατάλαβε γιατί είχε τόση σημασία αυτή η λεπτομέρεια, κι ο Ποντικός χρειάστηκε να τους ξαναθυμίσει την προφητεία της νεράιδας:
Και τότε κατάλαβαν.
«Ρύνελφε, έναν κουβά» πρόσταξε ο Δρινιανός.