Κανείς δε μίλησε, και στο τέλος η Λούσυ ρώτησε: «Και πού βρισκόμαστε τώρα, Κασπιανέ;»
«Καλύτερα να σου πει ο καπετάνιος» απάντησε ο Κασπιανός, κι ο Δρινιανός έβγαλε το χάρτη και τον άπλωσε στο τραπέζι.
«Εδώ» είπε δείχνοντας ένα σημείο με το δάχτυλό του. «Εδώ περίπου είμαστε σήμερα το μεσημέρι. Σαλπάραμε με ούριο άνεμο απ’ το Κάιρ Πάραβελ, και την επομένη φτάσαμε στα βόρεια της Γκάλμα. Εκεί αγκυροβολήσαμε μια βδομάδα, γιατί ο Δούκας της Γκάλμα είχε οργανώσει κονταρομαχίες για τη Μεγαλειότητά του. Κι αφού η Μεγαλειότητά του γκρέμισε κάμποσους ιππότες απ’ τ’ άλογο...»
«Δρινιανέ, τα παραλές!» τον έκοψε ο Κασπιανός. «Ξεχνάς πόσες τούμπες έφαγα κι εγώ; Ακόμα τις έχω τις μελανιές!»
«...κι αφού γκρέμισε απ’ τ’ άλογο κάμποσους ιππότες» συνέχισε απτόητος ο Δρινιανός, «σκεφτήκαμε πως ο Δούκας θα ήθελε πολύ να παντρέψει την κόρη του με τη Βασιλική του Μεγαλειότητα, αλλά δυστυχώς...»
«Ήταν αλλήθωρη κι είχε και φακίδες» είπε ο Κασπιανός.
«Την καημένη!» είπε η Λούσυ.
«Κι έτσι» ξαναπήρε το λόγο ο Δρινιανός, «φύγαμε απ’ την Γκάλμα, και τότε ο άνεμος έπεσε, κι αναγκαστήκαμε να συνεχίσουμε με τα κουπιά δυο ολόκληρες μέρες. Έπειτα φύσηξε πάλι, κάναμε πανιά, και φτάσαμε στην Τερεβινθία την τέταρτη μέρα μετά την Γκάλμα. Όμως ο βασιλιάς της μάς παράγγειλε να μην κατεβούμε, γιατί στην Τερεβινθία είχε πέσει μεγάλη επιδημία, κι έτσι βγήκαμε απ’ το λιμάνι, καβατζάραμε το ακρωτήρι, κι αράξαμε μακριά απ’ την πόλη, στις εκβολές ενός ρυακιού για να πάρουμε νερό. Εκεί δέσαμε αναγκαστικά τρεις μέρες, περιμένοντας νοτιοανατολικό άνεμο, και μετά σαλπάραμε για τα Εφτά Νησιά. Και την τρίτη μέρα μάς κυνήγησε ένα πειρατικό με σημαία της Τερεβινθίας, μα όταν ζύγωσε κι ανταλλάξαμε μερικά βέλη, οι κουρσάροι μας είδαν πάνοπλους κι έκαναν πανιά γι’ αλλού...».
«Κι όμως, εμείς έπρεπε να τους κυνηγήσουμε! Έπρεπε να κάνουμε ρεσάλτο και να τους κρεμάσουμε έναν έναν» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«...και σε άλλες πέντε μέρες αντικρίσαμε το Μούιλ που, αν θυμάστε, είναι το δυτικότερο απ’ τα Εφτά Νησιά. Περάσαμε κωπηλατώντας τα στενά, και με το ηλιοβασίλεμα μπήκαμε στο Κόκκινο Λιμάνι του νησιού Μπρεν. Εκεί μας περιποιήθηκαν βασιλικά, χορτάσαμε φαΐ και νερό. Από το Κόκκινο Λιμάνι φύγαμε πριν από έξι μέρες, κι από τότε αρμενίζουμε ολοταχώς. Ελπίζω να δούμε από μακριά τα Νησιά της Μοναξιάς μεθαύριο. Κι αν ρωτάτε, βρισκόμαστε τριάντα μέρες στη θάλασσα, πάνω από τετρακόσιες λεύγες μακριά απ’ τη Νάρνια.»
«Και μετά τα Νησιά της Μοναξιάς;» είπε η Λούσυ.
«Ποιος ξέρει, Μεγαλειοτάτη;» απάντησε ο Δρινιανός. «Εκτός κι αν μας πουν οι Μοναχονησιώτες...»
«Στην εποχή μας, ούτε εκείνοι ήξεραν» είπε ο Έντμουντ.
«Ε, τότε» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «η περιπέτεια αρχίζει μετά τα Νησιά της Μοναξιάς!».
Ο Κασπιανός προσφέρθηκε να τους ξεναγήσει στο πλοίο ώσπου να ’ρθει η ώρα του δείπνου, αλλά η Λούσυ, που την έτρωγε η αγωνία για τον Ευστάθιο, είπε: «Λέω να πεταχτώ να του ρίξω μια ματιά. Η ναυτία δεν είναι παίξε γέλασε. Αχ, αν είχα το μαγικό μου φίλτρο!».
«Το μαγικό σου φίλτρο είναι εδώ» απάντησε ο Κασπιανός. «Είδες; Παραλίγο να το ξεχάσω. Όταν έφυγες και το άφησες την περασμένη φορά, το φύλαξα με τους βασιλικούς θησαυρούς, και τώρα το ’χω μαζί μου. Αλλά νομίζεις πως πρέπει να χαραμίζεται με τόσο ασήμαντα πράγματα όπως η ναυτία;»
«Τι ψυχή έχει μια σταγόνα;» είπε η Λούσυ.
Ο Κασπιανός άνοιξε ένα ντουλάπι κάτω απ’ τον πάγκο, κι εβγαλε το υπέροχο διαμαντένιο μπουκαλάκι, που η Λούσυ το θυμόταν καλά. «Βασίλισσά μου, είναι δικό σου» είπε. Κι έπειτα βγήκαν απ’ την καμπίνα και ξαναγύρισαν στο ηλιόλουστο κατάστρωμα.
Εκεί ήταν δυο πελώριες μπουκαπόρτες, μπρος και πίσω απ’ το κατάρτι, κι έστεκαν ορθάνοιχτες, όπως πάντα όταν είναι καλός ο καιρός, για να περνάει φως και αέρας στην κοιλιά του πλοίου. Ο Κασπιανός τους έμπασε από την μπροστινή μπουκαπόρτα και κατέβηκαν μια ανεμόσκαλα. Βρέθηκαν έτσι σ’ ένα μέρος γεμάτο πάγκους για τους κωπηλάτες, όπου το μόνο φως περνούσε από τις τρύπες για τα κουπιά, και χόρευε στην οροφή. Το πλοίο του Κασπιανού δεν ήταν τρομερό, σαν τα κάτεργα όπου τραβούσαν κουπί οι δούλοι. Τα κουπιά τα χρησιμοποιούσαν μόνο όταν έπεφτε ο άνεμος, ή για μανούβρες μέσα στα λιμάνια, και τη βάρδιά τους εκεί κάτω την έκαναν όλοι, με μοναδική εξαίρεση τον Ριπιτσιπιτσίπ, που είχε πολύ κοντά πόδια. Οι πάγκοι έπιαναν τις δυο πλευρές του πλοίου, κι από κάτω ήταν ελεύθεροι για να περνούν τα πόδια των κωπηλατών. Στη μέση όμως του πρώτου αμπαριού είχε κι άλλη μπουκαπόρτα, που οδηγούσε στο δεύτερο αμπάρι, κι εκεί είχε φυλαγμένα του κόσμου τα καλά –σακιά αλεύρι, βαρέλια με νερό και μπίρα, βαρέλια με παστό κρέας, πελώρια δοχεία μέλι, ασκιά με κρασί, μήλα, καρύδια, τυριά, γαλέτες, τουρσιά, σαλάμια. Από την οροφή, δηλαδή απ’ το κάτω μέρος του καταστρώματος, κρέμονταν πλεξάνες κρεμμύδια και ολόκληρα χοιρομέρια. Οι άντρες που δεν είχαν βάρδια, κοιμόντουσαν στις κουκέτες τους. Ο Κασπιανός τους πέρασε ως την άλλη άκρη, δρασκελίζοντας τους πάγκους. Για τη Λούσυ, κάθε δρασκελιά του Κασπιανού ήταν αναρρίχηση, και για τον Ριπιτσιπιτσίπ άλμα εις μήκος και εις ύψος. Έφτασαν έτσι σ’ ένα χώρισμα που είχε μια πόρτα. Ο Κασπιανός την άνοιξε, και τους έμπασε σε μια καμπίνα που βρισκόταν ακριβώς κάτω απ’ το κάσαρο της πρύμνης. Δεν ήταν καθόλου καλά εκεί κάτω, γιατί το ταβάνι κατέβαινε χαμηλά και τα πλαϊνά καμπύλωναν σμίγοντας στο ανύπαρκτο πάτωμα. Και μόλο που τα παράθυρα ήταν γυάλινα, δεν ήταν από κείνα που ανοίγουν, γιατί βρίσκονταν κάτω απ’ το νερό. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή, όπως χόρευε το πλοίο στα κύματα, τα παράθυρα γίνονταν πότε χρυσά απ’ το φως του ήλιου και πότε βαθυπράσινα απ’ τη θάλασσα.