Ο κουβάς έφτασε, τον κατέβασαν με το σκοινί και τον ανέβασαν γεμάτο. Το νερό άστραφτε σαν πολύτιμο κρύσταλλο.
«Μεγαλειότατε, θέλετε να δοκιμάσετε πρώτος;» είπε ο Δρινιανός στον Κασπιανό.
Ο Βασιλιάς έπιασε τον κουβά με τα δυο του χέρια, τον έφερε στα χείλια του, δοκίμασε λίγο, κι έπειτα άρχισε να πίνει αχόρταγα. Όταν ξανασήκωσε το κεφάλι του, η όψη του είχε αλλάξει. Δεν έλαμπαν μόνο τα μάτια του. Έλαμπε ολόκληρος.
«Ναι, γλυκό είναι» είπε. «Είναι αληθινό νερό, νερό με τα όλα του. Κι αν ήξερα πως κινδυνεύει η ζωή μου που το ήπια, πάλι αυτόν το θάνατο θα διάλεγα.»
«Τι; Γιατί... Τι λες;» είπε ο Έντμουντ.
«Είναι... είναι σαν φως...» είπε ο Κασπιανός.
«Ακριβώς!» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Πόσιμο φως! Πρέπει να ’μαστε πολύ κοντά στο τέλος του Κόσμου.»
Για μια στιγμή δε μίλησε κανείς, κι έπειτα πρώτη η Λούσυ γονάτισε στο κατάστρωμα κι άρχισε να πίνει.
«Πρώτη φορά μου πίνω τόσο υπέροχο πράγμα» είπε παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Και... αααχ! Τι δυνατό που είναι! Μου ’κοψε την πείνα. Ούτε φαΐ σκέφτομαι πια, ούτε τίποτα.»
Ένας, ένας ήπιαν όλοι νερό, κι έπειτα έπεσε σιωπή. Ένιωθαν όλοι τόσο γεροί και δυναμωμένοι, που σχεδόν δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν αυτήν την ευεξία. Και σε λίγο πρόσεξαν και κάτι άλλο. Όπως σας έχω ξαναπεί, απ’ τη μέρα που είχαν αφήσει το νησί του Ραμάντου, το φως έμοιαζε να δυναμώνει. Ο ήλιος ήταν πιο μεγάλος (μα όχι και πιο καυτός), η θάλασσα πιο αστραφτερή, ο αέρας έφεγγε και λαμποκοπούσε. Και δε θα ’λεγα πως λιγόστεψε το φως –ίσως και να ’χε δυναμώσει, τώρα που το ξανασκέφτομαι– αλλά μπορούσαν να το αντέξουν. Μπορούσαν να κοιτάξουν τον ήλιο χωρίς να θαμπωθούν, κι έβλεπαν περισσότερο φως από πρώτα. Άστραφτε το κατάστρωμα και τα πανιά, τα πρόσωπα και τα κορμιά τους έλαμπαν, και τα σκοινιά γυάλιζαν ολοφώτεινα. Και το άλλο πρωί που ξαναβγήκε ο ήλιος, πέντ’ έξι φορές μεγαλύτερος απ’ το κονονικό του, τον κοίταξαν κατάματα, και ξεχώρισαν ως και τα πούπουλα των πουλιών που πετούσαν απ’ την καρδιά του.
Όλη εκείνη τη μέρα δεν αντάλλαξαν λέξη, και την ώρα του φαγητού (κανείς δεν είχε όρεξη, τους είχε χορτάσει το νερό) ο Δρινιανός είπε:
«Μυστήριο πράγμα! Δε φυσάει καθόλου, το πανί κρέμεται, η θάλασσα είναι λάδι σαν λίμνη –κι όμως τρέχουμε σαν να ’χουμε πίσω μας ανεμοθύελλα.»
«Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ» είπε ο Κασπιανός. «Μάλλον μας έχει παρασύρει κάποιο δυνατό ρεύμα.»
«Χμμμ...» έκανε ο Έντμουντ, «αυτό δε μ’ αρέσει καθόλου. Αν ο κόσμος έχει στ’ αλήθεια τέλος, πρέπει να το πλησιάζουμε».
«Δηλαδή» είπε ο Κασπιανός, «λες... Λες να μας αδειάσουν τα νερά έξω απ’ τον κόσμο;»
«Ναι, ναι» φώναξε ο Ριπιτσιπιτσίπ χτυπώντας τα μπροστινά του ποδαράκια. «Έτσι το φαντάζομαι εγώ! Ο κόσμος είναι ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι κι απ’ τις άκρες του κυλούν και χάνονται αιώνια τα νερά των ωκεανών... Το καράβι θα τρανταχτεί, θα σταθεί μια στιγμή όρθιο στην πλώρη του... και τότε θα δούμε πέρα απ’ το Τέλος του Κόσμου! Και μετά... μετά... Κάτω ολοταχώς!»
«Και τι θα μας περιμένει στον πάτο;» είπε ο Δρινιανός.
«Ίσως η Χώρα του Ασλάν» απάντησε το Ποντίκι και τα ματάκια του άστραψαν. «Αλλά μπορεί και να μην υπάρχει πάτος, μπορεί να κατρακυλάμε αιώνια... Ό,τι και να μας περιμένει, θα ’δινα και τη ζωή μου για να κοιτάξω, έστω ένα δευτερόλεπτο, πέρα απ’ την άκρη του κόσμου.»
«Για σιγά!» πετάχτηκε ο Ευστάθιος. «Μη λέτε βλακείες. Ο κόσμος είναι στρογγυλός, στρογγυλός σαν τόπι, όχι σαν τραπέζι.»
«Ο δικός μας κόσμος» τον διόρθωσε ο Έντμουντ. «Αυτός όμως;»
«Τι; Δηλαδή εσείς οι τρεις ζείτε σ’ έναν κόσμο στρογγυλό, ολοστρόγγυλο σαν τόπι, και δε μου το ’πατε; φώναξε ο Κασπιανός.
«Α, είσαστε ασυγχώρητοι! Εμείς στη Νάρνια, έχουμε ένα σωρό παραμύθια που μιλούν για ολοστρόγγυλους κόσμους, κι όταν ήμουν μικρός, δε χόρταινα να τ’ ακούω. Δεν πίστευα βέβαια πως μπορεί να υπάρχουν στ’ αλήθεια, κι όμως πάντα λαχταρούσα να ζήσω σ’ έναν τέτοιο κόσμο. Αχ, και τι δε θα ’δινα! Αφού εσείς μπαίνετε στο κόσμο μας, γιατί να μην μπαίνουμε κι εμείς στον δικό σας; Αχ, να ’βρισκα μια ευκαιρία! Θα ’ναι καταπληκτικό να μένεις σ’ έναν κόσμο που μοιάζει με τόπι. –Δηλαδή, έχετε δει και τις χώρες όπου οι άνθρωποι περπατούν με το κεφάλι;»
Ο Έντμουντ χαμογέλασε. «Δεν είναι ακριβώς έτσι» είπε.
«Οι στρογγυλοί κόσμοι είναι συναρπαστικοί μόνο στα παραμύθια.»
16
Εδώ τελειώνει ο κόσμος
Εκτός απ’ τον Δρινιανό και τα Πηβενσόπουλα, μόνο ο Ριπιτσιπιτσίπ ήξερε για τους Ανθρώπους της Θάλασσας. Είχε δει το Βασιλιά της Θάλασσας να κουνάει το δόρυ του, και βούτηξε αμέσως απ’ το καράβι, γιατί ο Ποντικός δε σήκωνε ούτε απειλές ούτε προκλήσεις, και προτίμησε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση επιτόπου. Όμως η ανακάλυψη του γλυκού νερού ήταν τόσο συγκλονιστική, που ο Ριπιτσιπιτσίπ ξέχασε τους Ανθρώπους της Θάλασσας και, πριν προλάβει να τους ξαναθυμηθεί, η Λούσυ κι ο Δρινιανός τον είχαν πάρει κατά μέρος και του ’χαν πει να μη μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό που είδε.