Выбрать главу

Η προειδοποίηση ήταν περιττή. Τώρα πια ο Ταξιδιώτης της Αυγής περνούσε πάνω από ακατοίκητες περιοχές. Τους Ανθρώπους της Θάλασσας δεν τους ξανάδε πια κανείς –εκτός από τη Λούσυ, αλλά μόνο για μια στιγμή. Όλο το επόμενο πρωί αρμένιζαν σε ρηχά νερά, κι ο βυθός φαινόταν γεμάτος φύκια. Το μεσημεράκι, η Λούσυ πρόσεξε ένα μεγάλο κοπάδι ψάρια που έβοσκαν στα φύκια. Μασούλιζαν όλα με ρυθμό, και κινούνταν αργά προς την ίδια κατεύθυνση. «Σαν τα πρόβατα» σκέφτηκε η Λούσυ. Κι άξαφνα, είδε το Κοριτσάκι της Θάλασσας. Θα ’χε περίπου τη δική της ηλικία, και στεκόταν ανάμεσα στα ψάρια, σιωπηλό και κάπως λυπημένο, με μια γκλίτσα στο χέρι. Η Λούσυ έκοβε το κεφάλι της πως το κοριτσάκι ήταν βοσκοπούλα –ή ψαροβοσκοπούλα– και πως τα ψάρια ήταν κοπάδι σε βοσκοτόπι. Ψάρια και κοριτσάκι βρίσκονταν πολύ κοντά στην επιφάνεια, κι όπως το καράβι γλιστρούσε στο ήρεμο νερό κι η Λούσυ έσκυβε απ’ την κουπαστή, το κοριτσάκι σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη Λούσυ κατάματα. Δεν πρόλαβαν να μιλήσουν, γιατί το καράβι προχώρησε και το Θαλασσινό Κορίτσι χάθηκε –όμως η Λούσυ δεν το ξέχασε ποτέ εκείνο το προσωπάκι. Δεν ήταν ούτε τρομαγμένο ούτε θυμωμένο, σαν των άλλων Ανθρώπων της Θάλασσας. Η Λούσυ το συμπάθησε με την πρώτη ματιά, κι ήταν σίγουρη πως τη συμπάθησε και το κορίτσι. Είχαν γίνει φίλες για μια στιγμή. Και βέβαια, δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ξανανταμώσουν, ούτε σ’ εκείνον ούτε σε κάποιον άλλο κόσμο –μα αν αντάμωναν ποτέ, θα ’τρεχαν αμέσως ν’ αγκαλιαστούν.

Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, χωρίς άνεμο στα πανιά, ούτε αφρό στην πλώρη, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής γλιστρούσε στην ακύμαντη θάλασσα πλησιάζοντας ολοταχώς την ανατολή. Μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, το φως δυνάμωνε, χωρίς να τους θαμπώνει τα μάτια. Και τώρα πια κανείς τους δεν έτρωγε ούτε κοιμόταν. Γέμιζαν μόνο κουβάδες εκτυφλωτικό νερό απ’ τη θάλασσα, νερό πιο δυνατό κι απ’ το κρασί, και πιο υγρό και ρευστό απ’ το συνηθισμένο νερό, κι έπιναν αμίλητοι μεγάλες γουλιές. Και κάνα δυο ναύτες, που είχαν ήδη τα χρονάκια τους στην αρχή του ταξιδιού, άρχισαν λίγο λίγο να ξανανιώνουν, κι όλο το πλήρωμα ήταν χαρούμενο κι αναστατωμένο, και κανείς δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Όσο προχωρούσαν, τόσο λιγότερο κουβέντιαζαν, και πάλι ψιθυριστά. Η ακινησία της τελευταίας θάλασσας τους είχε μεγέψει.

«Κυριέ μου, τι βλέπεις μπροστά;» είπε μια μέρα ο Κασπιανός στο Δρινιανό.

«Κάτι άσπρο, αφέντη μου» απάντησε ο Δρινιανός. «Όλος ο ορίζοντας, ως εκεί που φτάνει το μάτι, είναι κατάλευκος απ’ το βορρά ως το νότο.»

«Κι εγώ αυτό βλέπω» είπε ο Κασπιανός. «Τι λες να ’ναι;»

«Αν ήμαστε σε ψηλά γεωγραφικά πλάτη» είπε ο Δρινιανός, «θα ’λεγα πως είναι πάγος, αλλά σ’ αυτά τα μέρη το αποκλείω. Καλού κακού, θα στείλω άντρες στα κουπιά, να συγκρατήσουμε το πλοίο απ’ το ρεύμα. Ό,τι κι αν είναι αυτή η ασπρίλα, δεν πρέπει να πέσουμε μέσα της με τέτοια ταχύτητα».

Έκαναν όπως είπε ο Δρινιανός, και το πλοίο έκοψε ταχύτητα. Όμως, και τώρα που είχαν πλησιάσει πολύ, το μυστήριο του λευκού δε λύθηκε. Αν ήταν ξηρά, ήταν πολύ παράξενη, γιατί έμοιαζε λεία σαν το νερό κι ήταν στο ίδιο επίπεδο με τη θάλασσα. Κι όπως πλησίαζαν κι άλλο, ο Δρινιανός έστριψε το τιμόνι, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής γύρισε με την πλώρη στο νότο και το πλευρό στο ρεύμα, κι άρχισε να πλέει παράλληλα στην κάτασπρη ακτή. Και τότε, έκαναν μια σπουδαία ανακάλυψη: το ρεύμα που τους παράσερνε είχε πλάτος γύρω στα έξι μέτρα, κι η υπόλοιπη θάλασσα ήταν ήσυχη σαν λίμνη. Το πλήρωμα ανακουφίστηκε πολύ, γιατί όλοι είχαν αρχίσει να σκέφτονται πόσο δύσκολος θα ’ταν ο γυρισμός στη χώρα του Ραμάντου, αν είχαν να παλέψουν με τα κουπιά κόντρα στο ρεύμα. (Η Λούσυ κατάλαβε γιατί είχε χάσει αμέσως απ’ τα μάτια της το Θαλασσινό Κορίτσι. Η ψαροβοσκοπούλα ήταν έξω απ’ το ρεύμα, αλλιώς τα νερά θα την παράσερναν ανατολικά, όπως και το καράβι.)

Η ασπρίλα μπροστά τους ήταν ανεξιχνίαστη, κι έτσι κατέβασαν τη βάρκα για να την εξερευνήσουν από κοντά. Όσοι έμειναν στον Ταξιδιώτη της Αυγής, είδαν τη βάρκα να μπαίνει μέσα στο λευκό, κι έπειτα οι φωνές απ’ τη βάρκα ακούστηκαν καθαρά πάνω απ’ το ακίνητο νερό, ξαφνιασμένες. Μετά, σιωπή. Ο Ρύνελφος στην πρύμνη βούτηξε το κοντάρι του στο βυθό. Η βάρκα ξαναγύρισε πνιγμένη στ’ άσπρα, και καθώς πλεύριζε, έτρεξαν όλοι να δουν.

«Κρινάκια, Μεγαλειότατε!» φώναξε ο Ρύνελφος, όρθιος στην πλώρη.

«Τι;» έκανε ο Κασπιανός.