«Ανθισμένα κρινάκια, αφέντη μου» είπε ο Ρύνελφος, «Σαν τα νούφαρα στις λίμνες του τόπου μας.»
«Κοιτάξτε!» φώναξε η Λούσυ απ’ την πρύμνη της βάρκας, και ύψωσε τα βρεγμένα χέρια της γεμάτα λευκά πέταλα και φαρδιά φύλλα.
«Τί βάθος έχουμε, Ρύνελφε;» ρώτησε ο Δρινιανός.
«Εδώ είναι το μυστήριο, καπετάνιε» είπε ο Ρύνελφος. «Τα νερά είναι βαθιά. Τρισήμισι οργιές γεμάτες.»
«Μα τότε αποκλείεται να ’ναι κρινάκια... Εμείς άλλα λέμε κρινάκια» είπε ο Ευστάθιος.
Και μάλλον δεν ήταν κρινάκια –πάντως τους έμοιαζαν πολύ. Έγινε μια γρήγορη σύσκεψη, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής ξαναμπήκε στο θαλάσσιο ρεύμα και τράβηξε ανατολικά, διασχίζοντας τη Λίμνη των Κρίνων ή Ασημένια Θάλασσα (τη βάφτισαν με δύο ονόματα, αλλά επικράτησε το δεύτερο, κι αυτό είναι γραμμένο πια στο χάρτη του Κασπιανού). Κι έτσι άρχισε το πιο παράξενο μέρος του ταξιδιού τους. Σε λίγο, η θάλασσα που άφηναν πίσω τους είχε γίνει μια στενή λουρίδα στο δυτικό ορίζοντα. Το λευκό τούς τύλιξε παντού, απλωμένο ως εκεί που έφτανε το μάτι, φέγγοντας με αχνές χρυσαφιές ανταύγειες. Μόνο η ρότα του καραβιού ξεχώριζε, εκεί όπου τα κρινάκια είχαν παραμερίσει, κι ανάμεσά τους το νερό έλαμπε σαν σκουροπράσινο γυαλί. Στην όψη, αυτή η τελευταία θάλασσα έμοιαζε πολύ με την Αρκτική, κι αν τα μάτια τους δεν είχαν γίνει σαν του αετού, το φως του ήλιου θα ’ταν αφόρητο πάνω σε τόση ασπράδα –προπάντων νωρίς το πρωί, που ο ήλιος ήταν πελώριος. Τα βράδια, το φως αργούσε να σβήσει, πολλαπλασιασμένο απ’ τα άσπρα κρίνα. Μέρα τη μέρα, μίλια και μίλια, λεύγες και λεύγες, η ευωδιά των κρίνων τους τύλιγε από παντού, τόσο παράξενη, που η Λούσυ δυσκολεύτηκε αργότερα να την περιγράψει. Α, ναι, ήταν γλυκιά, μα δε σ’ έπνιγε ούτε σου ’φερνε νύστα. Ήταν μια δροσερή, άγρια και μοναχική ευωδιά, που έμοιαζε να σου ποτίζει το μυαλό, κι ένιωθες τότε πως μπορούσες να μετακινήσεις βουνό ή να παλέψεις με ελέφαντα. Μια φορά που τα κουβέντιαζε με τον Κασπιανό, συμφώνησαν κι οι δυο σε τούτο: «Λες πως δε θα την αντέξεις άλλο, κι όμως δε θες να σταματήσει ποτέ».
Κάθε τόσο μετρούσαν το βυθό, αλλά πέρασαν μέρες ώσπου να τον βρουν πιο ρηχό. Κι έπειτα, τα νερά γίνονταν όλο και πιο ρηχά, κι ήρθε μια μέρα που ο Ταξιδιώτης της Αυγής αναγκάστηκε να βγει απ’ το ρεύμα και να συνεχίσει αργά αργά με τα κουπιά, σχεδόν ψηλαφητά. Κι όταν κατάλαβαν πια πως δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο, χρειάστηκαν πολύ επιδέξιες μανούβρες για να μην κολλήσουν στο βυθό.
«Κατεβάστε τη βάρκα» φώναξε ο Κασπιανός. «Οι άντρες να μαζευτούν στο κατάστρωμα. Θέλω να τους μιλήσω.»
«Τι τον έπιασε;» ψιθύρισε ο Ευστάθιος στον Έντμουντ. «Το ύφος του δε μ’ αρέσει καθόλου.»
«Νομίζω πως και το δικό μας κάπως έτσι θα ’ναι» είπε ο Έντμουντ.
Ο Κασπιανός ανέβηκε στο κάσαρο της πρύμνης, κι από κάτω, στα πόδια της ανεμόσκαλας, μαζεύτηκαν όλοι ν’ ακούσουν το Βασιλιά.
«Φίλοι» φώναξε ο Κασπιανός, «εκπληρώσαμε πια το σκοπό του ταξιδιού μας. Τώρα ξέρουμε τι απέγιναν οι Εφτά Λόρδοι, κι αφού ο Αξιότιμος Κύριος Ριπιτσιπιτσίπ ορκίστηκε να μη γυρίσει πίσω, ο Ρεβιλιανός, ο Αργκόζ και ο Μάβραμορν θα ’χουν ξυπνήσει ώσπου να φτάσετε στη Χώρα του Ραμάντου. Λόρδε Δρινιανέ, σου εμπιστεύομαι το πλοίο και σε προστάζω να επιστρέψεις στη Νάρνια όσο πιο γρήγορα μπορείς –και προπαντός, χωρίς να σταματήσεις στο Νησί του Θανατόνερου. Και πες στο Νάνο Καλοβολίκ, τον αντιβασιλέα, να δώσει στους συντρόφους μου την ανταμοιβή που τους υποσχέθηκα. Την αξίζουν και με το παραπάνω. Όσο για μένα, αν δε γυρίσω πίσω, τότε ο αντιβασιλέας και ο Δόκτωρ Κορνήλιος και ο Μανιταροπούλης, κι εσύ Λόρδε Δρινιανέ, θα εκλέξετε άλλον Βασιλιά της Νάρνια, με τη συγκατάθεση...».
«Αφέντη μου» είπε ο Δρινιανός, «παραιτείσαι;».
«Θα πάω μαζί με τον Ριπιτσιπιτσίπ. Θέλω να δω το Τέλος του Κόσμου» είπε ο Κασπιανός.
Ένα ανήσυχο μουρμουρητό πέρασε απ’ άκρη σ’ άκρη το πλήρωμα.
«Θα πάρουμε τη βάρκα» συνέχισε ο Κασπιανός. «Οι θάλασσες εδώ είναι γαλήνιες, δεν πρόκειται να σας λείψει. Και μόλις φτάσετε στη Χώρα του Ραμάντου, φτιάχνετε άλλη. Και τώρα...»
«Κασπιανέ» τον έκοψε αυστηρά ο Έντμουντ, «αυτό που λες, δε γίνεται».
«Φυσικά δε γίνεται» πετάχτηκε ο Ριπιτσιπιτσίπ. «Αποκλείεται, Μεγαλειότατε.»
«Αυτό λέω κι εγώ» φώναξε ο Δρινιανός.
«Από πού κι ως πού;» είπε κοφτά ο Κασπιανός, και για μια στιγμή τους φάνηκε φτυστός ο θείος του ο Μιράζ.
«Η Μεγαλειότης σου να με συγχωρεί» είπε ο Ρύνελφος από κάτω, «μα αν το ’κανε κάποιος από μας, δε θα τον έλεγες λιποτάκτη;»
«Ρύνελφε, μέτρα τα λόγια σου!» είπε ο Κασπιανός.
«Καλά σου λέει, αφέντη» είπε ο Δρινιανός.
«Μα τη Χαίτη του Ασλάν!» φώναζε ο Κασπιανός. «Θα μου κάνουν κουμάντο οι υπήκοοί μου;»
«Εγώ δεν είμαι υπήκοός σου» είπε ο Έντμουντ, «και σου το ζαναλέω: αυτό που θες, δε γίνεται».