«Τι θα πει δε γίνεται;» φώναζε ο Κασπιανός.
«Μεγαλειότατε, ας πούμε καλύτερα πως δεν επιτρέπεται» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ και υποκλίθηκε βαθιά. «Εσύ είσαι ο Βασιλιάς της Νάρνια, κι αν δε γυρίσεις πίσω, θα προδώσεις όλους σου τους υπηκόους –και προπάντων τον Καλοβολίκ. Δεν επιτρέπεται να διασκεδάζεις με περιπέτειες σαν απλός ιδιώτης. Κι αν η Μεγαλειότητά σου δεν ακούσει της φωνή της λογικής, εγώ και κάθε αφοσιωμένος ναύτης σ’ αυτό το πλοίο, έχουμε χρέος να σε αφοπλίσουμε και να σε δέσουμε, ώσπου να ’ρθεις στα συγκαλά σου.»
«Πολύ σωστά» είπε ο Έντμουντ. «Και τον Οδυσσέα τον είχαν δέσει οι σύντροφοί του για να μην πλησιάσει τις Σειρήνες.»
Ο Κασπιανός είχε πιάσει κιόλας τη λαβή του σπαθιού του, αλλά τότε μίλησε η Λούσυ: «Κι ύστερα, μην ξεχνάς: υποσχέθηκες στην κόρη του Ραμάντου πως θα ξαναγυρίσεις».
Ο Κασπιανός κοντοστάθηκε. «Α, ναι.. Είναι κι αυτό...» είπε. Δίστασε μια στιγμή, κι έπειτα φώναξε δυνατά: «Ας γίνει λοιπόν το θέλημά σας. Το ταξίδι μας τέλειωσε και πρέπει να επιστρέψουμε! Ανεβάστε τη βάρκα!».
«Αφέντη» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ, «δεν επιστρέφουμε όλοι. Όπως σου έλεγα και πριν...».
«Σιωπή!» ούρλιαξε ο Κασπιανός. «Ποιος κάνει κουμάντο εδώ μέσα; Πείτε του Ποντικού να σωπάσει!»
«Η Μεγαλειότης σου έδωσε όρκο να είναι καλός βασιλιάς για τα Ζώα Που Μιλούν» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
«Καλός βασιλιάς για τα Ζώα Που Μιλούν» είπε ο Κασπιανός. «Όχι για τα Ζώα Που Δε Βάζουν Γλώσσα Μέσα Τους!». Κι έξαλλος απ’ το θυμό, κατέβηκε σαν σίφουνας την ανεμόσκαλα και κλείστηκε στο κάσαρο βροντώντας πίσω του την πόρτα.
Οι άλλοι, που μπήκαν σε λίγο να του μιλήσουν, τον βρήκαν εντελώς αλλαγμένο. Ήταν κατάχλομος και τα μάτια του δακρυσμένα.
«Δε χρειάζεται να πείτε τίποτε» τους πρόλαβε. «Έχασα την ψυχραιμία μου κι έγινα γελοίος. Μου το ’πε κι ο Ασλάν. Όχι, δεν ήρθε –πώς να χωρέσει σε τόσο μικρή καμπίνα; Όμως, το κεφάλι του χρυσού λιονταριού ζωντάνεψε και μου μίλησε. Και τα μάτια του... Ήταν τρομερά. Όχι, όχι, δεν αγρίεψε... Μου μίλησε όμως αυστηρά... τουλάχιστον στην αρχή. Μα και πάλι, τρομερός ήταν... Και μου είπε... μου είπε... Δεν το αντέχω. Είναι φριχτή τιμωρία. Εσείς θα συνεχίσετε –ο Ριπ, ο Έντμουντ, η Λούσυ και ο Ευστάθιος. Κι εγώ θα μείνω πίσω. Μόνος. Αμέσως. Μα δεν έχει νόημα πια...»
«Αγαπημένε μου Κασπιανέ» είπε η Λούσυ, «αφού το ’ξερες. Αργά ή γρήγορα, έπρεπε να ξαναγυρίσουμε στον κόσμο μας».
«Ναι» είπε ο Κασπιανός πνίγοντας έναν λυγμό, «αλλά όχι τόσο γρήγορα!».
«Θα σου περάσει ώσπου να φτάσεις στη Χώρα του Ραμάντου» είπε η Λούσυ.
Και πραγματικά, του πέρασε του Κασπιανού, αλλά ο χωρισμός ήταν πολύ μελαγχολικός και θλιβερός, κι έτσι δεν πρόκειται να σας τον περιγράψω. Κατά τις δύο το μεσημέρι, φόρτωσαν στη βάρκα τρόφιμα, νερό (κι ας ήξεραν πως δε θα τα χρειαστούν) και το βαρκάκι του Ριπιτσιπιτσίπ, και την κατέβασαν από τον Ταξιδιώτη της Αυγής στο υγρό λιβάδι με τ’ άσπρα κρίνα. Κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής σήκωσε όλες του τις σημαίες, κι οι ναύτες κρέμασαν στα μπαλόνια του καραβιού όλες τις ασπίδες, για να τιμήσουν την αναχώρηση των φίλων τους. Κι όταν οι τέσσερις βρέθηκαν πια στη βάρκα, ανάμεσα στα κρίνα, είδαν τον Ταξιδιώτη της Αυγής να ορθώνεται πελώριος κι επιβλητικός κι αγαπημένος, σαν το σπίτι τους, κι έπειτα να μακραίνει, να στρίβει δυτικά με τα κουπιά, και να χάνεται απ’ τα μάτια τους. Η Λούσυ δεν έκλαψε, κι ούτε ένιωθε όπως μπορεί να νομίζετε. Το φως, η σιωπή, η ερεθιστική μυρωδιά της Ασημένιας Θάλασσας –ακόμα κι η μοναξιά, μ’ έναν παράξενο τρόπο– ήταν πολύ συναρπαστικά.
Δε χρειάστηκε να τραβήξουν κουπί, γιατί το ρεύμα τους οδηγούσε σταθερά στην ανατολή. Κανείς τους δεν έφαγε ούτε κοιμήθηκε. Όλη εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα έπλεαν ανατολικά, κι όταν ξημέρωσε η τρίτη μέρα –με μια λάμψη που εσείς κι εγώ δε θα την αντέχαμε ούτε με μαύρα γυαλιά– είδαν μπροστά τους το θαύμα. Ένας τοίχος ορθωνόταν ανάμεσα στη βάρκα και στον ουρανό, ένας γκριζοπράσινος τοίχος που τρεμούλιαζε κι άστραφτε και λαμποκοπούσε. Κι όπως ξεπρόβαλλε ο ήλιος, τον είδαν πίσω από τον τοίχο, κι ο τόπος πλημμύρισε χρώματα, όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Κατάλαβαν τότε πως ο τοίχος ήταν ένα πελώριο κύμα, καρφωμένο αιώνια στην ίδια θέση, σαν το νερό που γκρεμίζεται απ’ τον καταρράχτη. Θα ’χε καμιά δεκαριά μέτρα ύψος –κι όπως το ρεύμα τους έψερνε ολοταχώς προς τα εκεί, κανένας δε φοβήθηκε. Όλοι ήξεραν πως δεν κινδυνεύουν, όπως θα το ξέρατε κι εσείς στη θέση τους. Και τώρα, είδαν κάτι, πίσω απ’ το κύμα και πίσω απ’ τον ήλιο, γιατί τα μάτια τους είχαν δυναμώσει απ’ το νερό της Τελευταίας Θάλασσας, και δε θάμπωναν πια. Είδαν λοιπόν τον ήλιο που ανάτελλε, και παραπίσω, στ’ ανατολικά, μια οροσειρά τόσο ψηλή, που οι κορφές της δε φαίνονταν –εκτός κι αν τις είδαν κι οι τέσσερις και μετά το ξέχασαν. Όμως, απ’ ό,τι θυμούνται, ουρανός δε φαινόταν πουθενά. Και τα βουνά πρέπει να βρίσκονταν έξω απ’ τον κόσμο, γιατί κάθε βουνό, ακόμα και το πιο χαμηλό, έχει πάγους και χιόνια στην κορφή του, μα εκείνα εκεί ήταν ζεστά και καταπράσινα, γεμάτα δάση και καταρράχτες, όσο ψηλά κι αν τα κοιτούσες. Άξαφνα, ένα απαλό αεράκι φύσηξε απ’ την ανατολή, κι η κορφή του κύματος γέμισε αφρούς και σχήματα, και τα ήσυχα νερά της θάλασσας ρυτιδώθηκαν. Μόνο μια στιγμή κράτησε εκείνο το αεράκι, μα πρόλαβε να κουβαλήσει κάτι, που τα τρία παιδιά δε θα το ξεχάσουν ποτέ: μια ευωδιά κι έναν ήχο, σαν μουσική. Αργότερα, ο Έντμουντ και ο Ευστάθιος αρνήθηκαν να το σχολιάσουν, μα η Λούσυ είπε: «Σου ράγιζε την καρδιά». «Γιατί;» τη ρώτησα, «τόσο λυπητερή ήταν;» «Λυπητερή; Όχι δα!» μ’ έκοψε η Λούσυ.