Κι έτσι, κατάλαβαν κι οι τέσσερις, χωρίς αμφιβολία, πως έβλεπαν πέρα απ’ το Τέλος του Κόσμου, τη Χώρα του Ασλάν.
Εκείνη τη στιγμή, μ’ ένα μαλακό κρακ, η βάρκα κόλλησε στο βυθό. Το νερό ήταν τόσο ρηχό, που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. «Εγώ θα προχωρήσω μόνος μου» είπε ο Ριπιτσιπιτσίπ.
Κανένας δεν προσπάθησε να τον μεταπείσει, γιατί όλα τώρα έμοιαζαν να ’χουν ξανασυμβεί, ή να ’ναι γραμμένα από τη μοίρα. Τον βοήθησαν λοιπόν να κατεβάσει το βαρκάκι του, κι ο Ποντικός έβγαλε το σπαθί του («Δε θα το ξαναχρειαστώ» είπε) και το πέταξε μακριά, στην ανθισμένη θάλασσα. Και το σπαθί έπεσε και καρφώθηκε όρθιο, με τη λαβή του έξω απ’ το νερό. Έπειτα ο Ριπιτσιπιτσίπ τους αποχαιρέτησε, βάζοντας τα δυνατά του να φανεί λυπημένος για να μην τους πληγώσει, γιατί μέσα του σκιρτούσε από ευτυχία. Κι η Λούσυ, για πρώτη και τελευταία φορά, έκανε αυτό που λαχταρούσε πάντα: τον πήρε αγκαλιά και τον χάιδεψε. Στο τέλος, ο Ποντικός μπήκε βιαστικά στο βαρκάκι του, έπιασε το κουπί, και το ρεύμα τον πήρε και τον ταξίδεψε μακριά, σαν μαύρη κουκίδα πάνω στα λευκά κρίνα. Μόνο το κάθετο κύμα δεν είχε κρίνα, κι έμοιαζε με ομαλή, καταπράσινη πλαγιά: και το βαρκάκι, τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα, ανηφόρισε το κύμα. Και για μια στιγμή, αλλά μόνο μια στιγμή, είδαν το βαρκάκι με τον Ριπιτσιπιτσίπ στην κορφή του κύματος, κι έπειτα το ’χασαν απ’ τα μάτια τους, κι από τότε κανείς δεν ξανάδε το γενναίο Ποντίκι. Εγώ, όμως, είμαι βέβαιος πως ο Ριπιτσιπιτσίπ έφτασε σώος και αβλαβής στη χώρα του Ασλάν, κι ακόμα και τώρα που μιλάμε, ζει και βασιλεύει.
Ο ήλιος ανέβηκε κι άλλο, σβήνοντας το όραμα των Βουνών Έξω από τον Κόσμο. Το κύμα έμεινε στη θέση του, μόνο που πίσω του φαινόταν πια ο γαλανός ουρανός.
Τα τρία παιδιά βγήκαν από τη βάρκα και προχώρησαν πλατσουρίζοντας στα νερά –όχι προς τα εκεί που ορθωνόταν το κύμα, αλλά νότια, με το νερένιο τοίχο στ’ αριστερά τους. Γιατί; Ούτε κι εκείνα δε θα ’ξεραν να πουν. Αυτός ο δρόμος τούς ήταν γραμμένος. Κι ενώ στον Ταξιδιώτη της Αυγής ένιωθαν –και ήταν– μεγάλοι, τώρα είχαν ξαναγίνει παιδιά, και προχωρούσαν πιασμένα χέρι χέρι μέσα στα κρινάκια. Δεν ένιωθαν κούραση. Το νερό ήταν ζεστό και γινόταν όλο και πιο ρηχό. Κι όταν πάτησαν επιτέλους στη στεγνή αμμουδιά, κι έπειτα σε χορτάρι, είδαν μπροστά τους μια υπέροχη χλοερή πεδιάδα ν’ απλώνεται στο ίδιο επίπεδο με την Ασημένια Θάλασσα, ως πέρα, μακριά, χωρίς να ξεχωρίζει πάνω της μήτε ποντικοφωλιά.
Κι όπως γίνεται πάντα στους πεδινούς και άδεντρους τόπους, είδαν μπροστά τους τον ουρανό να σμίγει με το χορτάρι, κι όσο προχωρούσαν, είχαν μια παράξενη αίσθηση: εδώ, ο ουρανός δε χαμήλωνε να σμίξει με τη γη. Ήταν ένας γαλάζιος τοίχος, αστραφτερός, χειροπιαστός, στερεός, όμοιος με γυαλί. Δεν άργησαν να βεβαιωθούν. Σε λίγο ο τοίχος ήταν μπροστά τους.
Όμως εκεί, ανάμεσα στον τοίχο του ουρανού και στα παιδιά, κάτι λευκό ξεχώριζε πάνω στο χορτάρι –τόσο λευκό, που τα μάτια τους δεν άντεχαν να το κοιτάξουν. Κι όταν πλησίασαν, είδαν πως ήταν ένα Αρνάκι.
«Περάστε να φάτε κάτι» είπε το Αρνάκι, με μια γλυκιά, γαλατένια φωνή.
Πρόσεξαν τότε πως στα χόρτα άναβε μια φωτιά, και πάνω της ψηνόταν ένα ψάρι. Τα παιδιά κάθισαν κι έφαγαν, γιατί πεινούσαν πολύ, πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες, και το ψάρι ήταν το πιο υπέροχο πράγμα που γεύτηκαν ποτέ.
«Σε παρακαλώ, Αρνάκι» είπε η Λούσυ, «από δω πάνε για τη Χώρα του Ασλάν;».
«Ναι, αλλά εσείς δεν μπορείτε να πάτε» απάντησε το Αρνάκι. «Για σας, μόνο στον κόσμο σας υπάρχει πόρτα για τη Χώρα του Ασλάν.»
«Τι;» φώναξε ο Έντμουντ. «Στον κόσμο μας; Περνάει απ’ τον κόσμο μας δρόμος για τη Χώρα του Ασλάν;»
«Σ’ όλους τους κόσμους υπάρχουν δρόμοι που οδηγούν στη χώρα μου» είπε το Αρνάκι, και το χιονόλευκο μαλλί του άστραψε εκτυφλωτικά, καστανόχρυσο τώρα, και το σχήμα του άλλαξε –και να, ο Ασλάν ξεπρόβαλε θεόρατος μπροστά τους, σκορπίζοντας φως απ’ τη χαίτη του.