«Αχ, Ασλάν!» φώναξε η Λούσυ. «Πες μας, πώς θα ’ρθούμε στη χώρα σου απ’ τον κόσμο μας;»
«Χρόνια και χρόνια θα σ’ το λέω» είπε ο Ασλάν, «μα δε θα μάθεις πόσο μικρός ή πόσο ατέλειωτος είναι ο δρόμος. Μάθε μόνο πως περνάει πάνω από ένα ποτάμι. Κι αυτό το ποτάμι μην το φοβηθείς, γιατί εγώ είμαι ο Πρωτομάστορας των Γεφυριών. –Ελάτε τώρα, ελάτε. Θ’ ανοίξω την πύλη του ουρανού να σας στείλω στον κόσμο σας».
«Ασλάν, σε παρακαλώ» είπε η Λούσυ, «πριν φύγουμε, πες μας πότε θα ξανάρθουμε στη Νάρνια. Σε παρακαλώ! Και κάνε να ξαναρθούμε γρήγορα».
«Αγαπημένη μου» είπε γλυκά ο Ασλάν, «εσύ κι ο αδερφός σου δε θα ξαναγυρίσετε στη Νάρνια».
«Ασλάν!» φώναξαν και τα δυο παιδιά, απελπισμένα.
«Παιδιά μου, μεγαλώσατε πια» είπε ο Ασλάν. «Τώρα πρέπει να ’ρθείτε πιο κοντά στον δικό σας κόσμο.»
«Μα ξέρεις, δεν το λέω για τη Νάρνια» είπε κλαίγοντας η Λούσυ. «Για σένα το λέω. Δε θα σε ξαναδούμε πια; Γίνεται να μη σε ξαναδούμε;»
«Και βέβαια θα με ξαναδείτε, καλή μου» είπε ο Ασλάν.
«Δηλαδή... δηλαδή υπάρχεις και στον κόσμο μας;» είπε κομπιάζοντας ο Έντμουντ.
«Υπάρχω» απάντησε ο Ασλάν, «μόνο που έχω άλλο όνομα. Πρέπει να μάθετε να με φωνάζετε με το άλλο μου όνομα –γι’ αυτό σας έφερα στη Νάρνια. Στη Νάρνια με γνωρίσατε λίγο. Στον δικό σας κόσμο θα με γνωρίσετε καλύτερα».
«Κι ο Ευστάθιος;» ρώτησε η Λούσυ. «Ούτε αυτός θα ξαναρθεί;»
«Παιδί μου» είπε ο Ασλάν, «γιατί ρωτάς αφού δε θες να μάθεις; Ελάτε, ανοίγω την πύλη του ουρανού!» Και τότε ο γαλάζιος τοίχος σκίστηκε (σαν κουρτίνα) και το τρομερό, κατάλευκο φως, η απαλή χαίτη του Ασλάν, ένα λιονταρίσιο φιλί στο μέτωπό τους, κι έπειτα το δωματιάκι της Λούσυ στο Καίημπριτζ στο σπίτι της θείας Αλμπέρτα.
Μένει ακόμα να σας πω δυο τρία πράγματα. Ο Κασπιανός με τους δικούς του έφτασε με το καλό στο Νησί του Ραμάντου, κι οι τρεις Λόρδοι ξύπνησαν. Κι ο Κασπιανός πήρε γυναίκα του την κόρη του Ραμάντου και ξαναγύρισαν στη Νάρνια. Κι η κόρη του Ραμάντου έγινε Μεγάλη Βασίλισσα, μητέρα και γιαγιά Μεγάλων Βασιλιάδων. Όμως, στον δικό μας κόσμο, όλοι άρχισαν να λένε ξαφνικά πως είχε στρώσει ο Ευστάθιος κι είχε γίνει «άλλο παιδί». Όλοι, εκτός από τη Θεία Αλμπέρτα, που τον έβρισκε πολύ συνηθισμένο και βαρετό, κι όλο γκρίνιαζε πως τον είχαν χαλάσει τα Πηβενσόπουλα!