«Εδμόνδε, εμείς οι δυο θα μείνουμε εδώ» είπε ο Κασπιανός. «Θα δώσουμε την κουκέτα στο συγγενή σου, και για μας θα δέσουμε αιώρες.»
«Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ πολύ...» είπε ο Δρινιανός.
«Α, όχι, όχι, σύντροφε» τον έκοψε ο Κασπιανός, «αυτό το έχουμε ξεκαθαρίσει. Εσύ κι ο Ράινς» (Ράινς έλεγαν τον υποπλοίαρχό) «κυβερνάτε το πλοίο. Οι νύχτες σας θα ’ναι γεμάτες έγνοια, ενώ οι δικές μας θα ’χουν μόνο τραγούδι και ψιλή κουβέντα. Λοιπόν, εσείς οι δυο θα κρατήσετε την πάνω καμπίνα, την αριστερή. Ο Βασιλιάς Εδμόνδος κι εγώ θα βολευτούμε μια χαρά εδώ κάτω. Κι ο ξένος μας, πώς αισθάνεται;»
Ο Ευστάθιος, που είχε γίνει χαλκοπράσινος, κατσούφιασε και ρώτησε πότε λογάριαζαν να περάσει η θύελλα. Κι ο Κασπιανός είπε: «Ποια θύελλα;» κι ο Δρινιανός έσκασε στα γέλια.
«Ποια θύελλα, μικρέ μου αφέντη;» χαχάνισε. «Τέτοιον καλό καιρό, ούτε παραγγελία να τον είχαμε!»
«Ποιος είν’ αυτός;» είπε τσαντισμένος ο Ευστάθιος. «Να φύγει αμέσως! Μου πήρε τ’ αυτιά με την αγριοφωνάρα του.»
«Έλα, Ευστάθιε, σου ’φερα κάτι που θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα» είπε η Λούσυ.
«Παράτα με κι εσύ!» μούγκρισε ο Ευστάθιος. Ήπιε όμως μια γουλιά απ’ το μπουκαλάκι, κι είπε πώς ήτανε απαίσιο (κι ας μοσκοβόλησε όλη η καμπίνα μόλις άνοιξε το βούλωμα η Λούσυ), και το πρόσωπό του βρήκε το κανονικό του χρώμα στη στιγμή, και πρέπει να ’νιωσε περδίκι, γιατί αμέσως μετά έκοψε την κλάψα για τη θύελλα και για το κεφάλι του, κι άρχισε να φωνάζει να τον κατεβάσουν αμέσως στη στεριά, κι έλεγε πως στο πρώτο λιμάνι θα πάει να βρει το βρετανό πρόξενο και να «καταθέσει μήνυση για απαγωγή ανηλίκου»! Κι όταν ο Ριπιτσιπιτσίπ τον ρώτησε τι θα πει μήνυση και πώς την καταθέτεις (γιατί νόμιζε πως ήταν ξενόφερτος τρόπος μονομαχίας κι ήθελε να τον μάθει), ο Ευστάθιος απάντησε ξερά: «Αυτό είναι δική μου δουλειά». Με τα πολλά, κατάφεραν να πείσουν τον Ευστάθιο πως αρμένιζαν ήδη ολοταχώς για την πληριέστερη στεριά, και πως δεν πέρναγε διόλου απ’ το χέρι τους να τον στείλουν πίσω στο Καίημπριτζ –όπου έμενε ο Θείος Χάρολντ– και πως πιο εύκολο θα ’ταν να τον στείλουν στο φεγγάρι. Στο τέλος, ο Ευστάθιος δέχτηκε μουτρωμένος να φορέσει τις καθαρές αλλαξιές που του έδωσαν και ν’ ανεβεί στο κατάστρωμα.
Έπειτα ο Κασπιανός τους έδειξε και το υπόλοιπο πλοίο –τα λίγα που έμενε να δουν. Ανέβηκαν στο καμπούνι, κι εκεί ανακάλυψαν πως ένας ναύτης φύλαγε σκοπιά, καθισμένος σ’ ένα σκαλάκι μέσα στο λαιμό του χρυσωμένου δράκοντα, για να κοιτάζει το πέλαγος απ’ τ’ ανοιχτό του στόμα. Στο καμπούνι ήταν το μαγειρείο κι οι καμπίνες του λοστρόμου, του μαραγκού, του μάγειρα και του αρχιτοξότη. Κι αν σας φανεί παράξενο που το μαγειρείο ήταν στην πλώρη, και φανταστείτε πως ο καπνός της τσιμινιέρας του θα ’πνιγε όλο το καράβι, έχετε πέσει έξω. Ο Ταξιδιώτης της Αυγής δεν ήταν σαν τα ατμόπλοια, που αρμενίζουν πάντα με τον άνεμο στην πλώρη. Τα ιστιοφόρα, για να ξέρετε, ταξιδεύουν πάντα με τον άνεμο στην πρύμνη, κι έτσι ο καπνός του μαγειρείου σκορπάει μπροστά και δεν ενοχλεί κανέναν. Ο Κασπιανός τους ανέβασε μετά στην κόφα, ψηλά στο κατάρτι. Ήταν φοβερά εκεί πάνω, μια τρελή τραμπάλα που κουνιόταν πέρα δώθε, κι από κάτω το κατάστρωμα φαινόταν μακρινό και μια σταλιά μικρό. Από τα ύψη εκείνα δεν είχε πια. σημασία αν γκρεμιζόσουν στο κατάστρωμα ή στη θάλασσα, γιατί ούτε έτσι θα γλίτωνες ούτε αλλιώς. Τέλος, κατέβηκαν στην πρύμνη, όπου ο Ράινς είχε βάρδια μ’ ένα ναύτη στο τιμόνι. Πίσω τους η ουρά του δράκου ορθωνόταν ψηλά, σκεπασμένη με χρυσά λέπια, και στο κούφωμά της είχε έναν στενό πάγκο. Το πλοίο, όπως είπαμε, το έλεγαν Ταξιδιώτη της Αυγής, κι ήτανε μια μπουκιά μπροστά στα δικά μας καράβια –ή και μπροστά στις κορβέττες, τις καρράκες και τις γαλέρες που είχε ο ναρνιανός στόλος, όταν Μεγάλος Βασιλιάς ήταν ο Πέτρος, και κυβερνούσε μαζί με τη Σουζάνα, τη Λουκία και τον Εδμόνδο. Η Νάρνια πέρασε αργότερα στους προγόνους του Κασπιανού, κι η ναυτιλία έσβησε σιγά σιγά, κι όταν ο θείος του ο Μιράζ, ο σφετεριστής του θρόνου, έστειλε τους Εφτά Λόρδους στη θάλασσα, αναγκάστηκαν ν’ αγοράσουν καράβι απ’ την Γκάλμα και να το επανδρώσουν με ναύτες Γκαλμιανούς. Τώρα όμως ο Κασπιανός ξανάκανε τους Ναρνιανούς θαλασσινό λαό, κι ο Ταξιδιώτης της Αυγής ήταν το ωραιότερο σκαρί πού είχε βγεί ως τότε απ’ τα καρνάγια. Ήταν μικρό πλεούμενο, τόσο μικρό, που μπροστά απ’ το κατάρτι δεν έμενε καθόλου χώρος ανάμεσα στην κεντρική μπουκαπόρτα, τη βάρκα και το κοτέτσι. (Η Λούσυ έτρεξε να ταΐσει τα κοτόπουλα.) Ήταν όμως υπέροχο στο είδος του, βασιλικό, με καθαρά χρώματα και τέλειες γραμμές. Θα ’λεγες πως τα κατάρτια του και τα σκοινιά του, ακόμα και τα καρφιά του, ήταν καμωμένα ένα ένα, με μεγάλο μεράκι. Βέβαια, του Ευστάθιου δεν του άρεσε τίποτα, κι όλη την ώρα παίνευε τα κρουαζερόπλοια και τις βενζινακάτους και τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια του δικού μας κόσμου («Λες και τα ’χει δει ποτέ του από κοντά!» μουρμούρισε ο Έντμουντ.) Όμως τ’ άλλα δυο παιδιά ξετρελάθηκαν με τον Ταξιδιώτη της Αυγής, κι όταν ξαναγύρισαν στην πρύμνη για το δείπνο, κι αντίκρισαν το δυτικό ουρανό που φλογιζόταν μ’ ένα καταπόρφυρο ηλιοβασίλεμα, κι ένιωσαν το καράβι να σκιρτά και την άρμη στα χείλια τους, σκέφτηκαν τις άγνωστες χώρες που κρύβονταν στην ανατολική άκρη του κόσμου, κι η Λούσυ ένιωσε τη μιλιά της να κόβεται από ευτυχία.