Выбрать главу

Όλ’ αυτά, ο Ευστάθιος αισθάνθηκε την ανάγκη να τα εκφράσει με δικά του λόγια, και το επόμενο πρωί, όταν τους ξανάδωσαν τα ρούχα τους στεγνά, έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μαύρο τετραδιάκι κι ένα μολύβι, κι άρχισε να κρατάει ημερολόγιο. Το μαύρο τετραδιάκι δεν το αποχωριζόταν ποτέ, πρέπει να σας πω, και το είχε για να γράφει τους βαθμούς του στο σχολείο. Όχι πως τον ενδιέφεραν τα μαθήματα –μόνο οι βαθμοί, και πολύ μάλιστα. Έπιανε έναν έναν τους συμμαθητές του και τους έλεγε: «Εγώ πήρα τόσο. Εσύ πόσο πήρες;» Και τώρα που δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει βαθμούς πάνω στον Ταξιδιώτη της Αυγής, αποφάσισε ν’ αρχίσει ημερολόγιο. Και να τι έγραψε την πρώτη μέρα:

«7 Αυγούστου. Είμαστε κιόλας 24 ώρες σ’ αυτό το απαίσιο καράβι. Εκτός κι αν ονειρεύομαι. Η τρομερή θύελλα μαίνεται αδιάκοπα. Ευτυχώς που δε με πιάνει ναυτία. Πελώρια κύματα μας καταπίνουν κάθε τόσο. Πολλές φορές είδα το βυθό με τα μάτια μου. Οι άλλοι παρασταίνουν τους ατρόμητους και κάνουν πως δεν το προσέχουν. Καλά λέει ο Χάρολντ: Όταν φοβούνται οι συνηθισμένοι άνθρωποι, κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στην Πραγματικότητα. Είναι μεγάλη τρέλα να ταξιδεύεις στη θάλασσα με τέτοιο σκυλοπνίχτη. Είναι μια σταλιά. Σαν ψαρόβαρκα. Κι από μέσα εντελώς πρωτόγονο. Ούτε σαλόνι της προκοπής υπάρχει, ούτε ασύρματος, ούτε ντους, ούτε ξαπλωτές πολυθρόνες στο κατάστρωμα. Χτες το απόγευμα μας έσερναν από δω κι από κει να μας ξεναγήσουν. Ο Κασπιανός παίνευε το καρυδότσουφλό του λες κι ήταν το υπερωκεάνιο Κουήν Μαίρη. Τον άκουγα και μου ’ρχόταν να ξεράσω. Προσπάθησα μετά να του εξηγήσω πώς είναι τα κανονικά πλοία. Δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Ε. και η Λ. δε με υποστήριξαν. Φυσικό ήταν. Η Λ. είναι μωρό, δεν έχει επίγνωση του κινδύνου. Ο Ε. γλείφει τον Κασπιανό, όπως κι όλοι οι άλλοι εδώ μέσα. Τον λένε βασιλιά! Εγώ του εξήγησα πως είμαι Δημοκρατικός. Πάλι δεν κατάλαβε τίποτα. Ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Περιττό να αναφέρω πως μ’ έβαλαν στη χειρότερη καμπίνα. Σωστό μπουντρούμι. Η Λ. κοιμάται μόνη της. Έχει κοτζάμ δωματιάρα στο κατάστρωμα. Μπροστά στο χάλι που έχουν οι υπόλοιπες καμπίνες, της Λ. είναι η καλύτερη. Ο Κ. λέει πως έτσι είναι το σωστό, γιατί η Λ. είναι κορίτσι. Τους εξήγησα πως η Αλμπέρτα θα έλεγε ότι κάτι τέτοιες διακρίσεις είναι υποτιμητικές για το γυναικείο φύλο. Δεν εννοούν να καταλάβουν. Αυτός ο Κ. είναι βλάκας. Δε βλέπει επιτέλους πως θ’ αρρωστήσω αν μείνω κι άλλο σ’ αυτή την τρύπα; Ο Ε. λέει πως δεν κάνει να γκρινιάζουμε, αφού και ο Κ. μένει μαζί μας επειδή έδωσε την καμπίνα του στη Λ. Μας υποχρέωσε. Λες και δε μας έφτανε το στριμωξίδι! Παραλίγο να το ξεχάσω. Υπάρχει εδώ κι ένα πράγμα σαν ποντίκι, που κάνει πολύ τον καμπόσο. Οι άλλοι το ανέχονται, αλλά εγώ, αν μου κολλήσει, θα του δέσω την ουρά φιόγκο. Το φαΐ είναι απαίσιο.»

Τα προβλήματα με τον Ευστάθιο και τον Ριπιτσιπιτσίπ άρχισαν νωρίτερα απ’ το αναμενόμενο. Την άλλη μέρα, λίγο πριν απ’ το δείπνο, την ώρα που όλοι περίμεναν να τους σερβίρουν (και ξέρετε πώς ανοίγει η όρεξη στη θάλασσα), όρμησε στην τραπεζαρία ο Ευστάθιος, σφίγγοντας το ’να του χέρι με τ’ άλλο και ουρλιάζοντας: