Выбрать главу

«Αυτό το τέρας αποπειράθηκε να με δολοφονήσει! Απαιτώ να το μαζέψετε! Κασπιανέ, θα σου κάνω μήνυση! Σε διατάσσω να το εξοντώσεις!»

Πίσω από τον Ευστάθιο μπήκε ο Ριπιτσιπιτσίπ με το σπαθί στο χέρι. Οι φαβορίτες του ήταν άγριες κι αναμαλλιασμένες, αλλά διατηρούσε τη γνωστή του ευγένεια.

«Ζητώ συγνώμη απ’ όλους σας» είπε, «και προπαντός από τη Μεγαλειοτάτη. Αν γνώριζα ότι αυτό το υποκείμενο θα ζητούσε καταφύγιο στην τραπεζαρία, θα περίμενα ευθετότερο χρόνο για την επανόρθωση».

«Τι στο καλό πάθατε;» είπε ο Έντμουντ.

Και να, τι είχε συμβεί. Ο Ριπιτσιπιτσίπ που δεν έβλεπε την ώρα να φτάσουν στην Ανατολή, είχε ένα συνήθειο: την άραζε στην πλώρη, καβάλα στο κεφάλι του δράκοντα, κάρφωνε τα μάτια του στον ορίζοντα και σιγοτραγουδούσε με την τσιριχτή φωνούλα του εκείνο το τραγούδι που του ’χε πει η Δρυάδα. Και μόλο που δε βαστιόταν από πουθενά, όσο άγρια κι αν σκαμπανέβαζε το πλοίο, κρατούσε τέλεια την ισορροπία του· ίσως να του χρησίμευε γι’ αντίβαρο η μακριά ουρά του, που κρεμόταν ως κάτω στο κατάστρωμα. Όλο το πλήρωμα ήξερε τα χούγια του Ποντικού, κι οι ναύτες που φύλαγαν σκοπιά στο στόμα του δράκου τον αγαπούσαν, γιατί τους έκανε παρέα και περνούσαν την ώρα τους. Δεν έμαθα ποτέ πώς έφτασε ως εκεί ο Ευστάθιος, γλιστρώντας, κουτρουβαλώντας ή παραπατώντας, μια και δεν είχε μάθει να περπατάει σαν τους θαλασσινούς. Ίσως ήθελε να δει τον ορίζοντα, μήπως είχε φανεί στο βάθος στεριά, ή πάλι σκόπευε να τρυπώσει στο αμπάρι και να κλέψει καμιά λιχουδιά. Τέλος πάντως, μόλις είδε τη μακριά ουρά να κρέμεται από ψηλά, μπήκε στον πειρασμό να την αρπάξει, να φέρει τον Ριπιτσιπιτσίπ κάνα δυο βόλτες, κι έπειτα να το βάλει στα πόδια χαχανίζοντας. Στην πρώτη φάση το σχέδιό του πήγε καλά. Το Ποντίκι δεν ήταν πιο βαρύ από μεγάλη γάτα. Όσο να πεις τρία, ο Ριπιτσιπιτσίπ κρεμόταν από την ουρά του, κι ήταν πολύ αστείος (έτσι του φάνηκε του Ευστάθιου) με τα τέσσερα ποδαράκια στον αέρα και το στόμα ορθάνοιχτο. Όμως ο Ποντικός, που είχε αγωνιστεί πολλές φορές για να σώσει το τομάρι του, δεν έχασε λεπτό. Δεν έχασε ούτε τη σβελτάδα του, και τράβηξε αμέσως το σπαθί του, παρ’ όλο που δεν είναι διόλου εύκολο να ξεσπαθώνεις όταν κρέμεσαι στον αέρα απ’ την ουρά σου. Κι άξαφνα, ο Ευστάθιος ένιωσε δυο τρομερές σουβλιές στο χέρι, κι αναγκάστηκε ν’ αφήσει την ουρά του Ποντικού. Και την άλλη στιγμή ο Ποντικός είχε κάνει γκελ στο κατάστρωμα, λες κι ήταν τόπι, και στεκόταν όρθιος μπροστά στον Ευστάθιο, ανεμίζοντας κάτι απίστευτα μακρύ κι αστραφτερό και σουβλερό, μόλις δυο πόντους από το στομάχι του Ευστάθιου. (Πρέπει εδώ να σας πω ότι τα χτυπήματα «κάτω απ’ τη ζώνη» δεν είναι απαγορευμένα για τους Ποντικούς της Νάρνια. Έτσι κι αλλιώς, μόνο απ’ τη ζώνη και κάτω φτάνουν να χτυπήσουν τον αντίπαλο.)

«Φύγε από δω» ψέλλισε ο Ευστάθιος, «παράτα με! Πέτα κι αυτό το παλιόσουβλο γιατί θα τρυπηθούμε κι οι δυο. Κόφ’ το, σου λέω! Θα το πω του Κασπιανού... Θα σου βάλω φίμωτρο και θα σε δέσω σαν λουκάνικο».

«Πού είναι το όπλο σου, άνανδρε;» τσίριξε το Ποντίκι. «Πάρ’ το και πολέμα σαν άντρας, ειδαλλιώς θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο με την ανάποδη του σπαθιού μου!»

«Δεν... δεν έχω όπλο» είπε ο Ευστάθιος. «Εγώ είμαι ειρηνιστής. Δεν πιστεύω στα όπλα.»

«Τι εννοείς;» είπε αυστηρά ο Ριπιτσιπιτσίπ, κατεβάζοντας για μια στιγμή το σπαθί του. «Δηλαδή, δε θα μου δώσεις ικανοποίηση;»

«Δε σε καταλαβαίνω» είπε ο Ευστάθιος σφίγγοντας το πονεμένο χέρι του. «Πώς κάνεις έτσι; Δεν καταλαβαίνεις από αστεία;».

«Έτσι, ε; Τότε – άρπα και τούτην – άρπα κι αυτήν» είπε ο Ποντικός, «για να μάθεις τρόπους – και να σέβεσαι – τους ιππότες – και τους Ποντικούς – και τις ουρές των Ποντικών...» και με κάθε φράση έριχνε κι από μια στον Ευστάθιο με την ανάποδη του σπαθιού του, που ήταν από ατσάλι λεπτό, ελαφρύ κι ευλύγιστο, υπέροχα μαστορεμένο από τους Νάνους, κι έτσουζε σαν βέργα από λυγαριά. Ο Ευστάθιος πήγαινε σε σχολείο όπου απαγορεύονταν οι σωματικές τιμωρίες, κι έτσι η εμπειρία τού ήταν εντελώς ξένη. Και μόλο που δεν ήξερε να περπατάει σαν τους θαλασσινούς, ετούτη τη φορά δεν έκανε ούτε μισό λεπτό απ’ την πλώρη ως την πρύμνη όπου βρισκόταν η τραπεζαρία –με τον Ριπιτσιπιτσίπ το κατόπι του. Ήταν ομολογουμένως άγρια καταδίωξη, κι ακόμα πιο άγριο το τσούξιμο απ’ το σπαθί του Ποντικού.

Η παρεξήγηση λύθηκε σχετικά εύκολα, γιατί ο Ευστάθιος συνειδητοποίησε εγκαίρως πως οι άλλοι αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά την ιδέα της μονομαχίας. Κι όταν ο Κασπιανός προσφέρθηκε να του δανείσει σπαθί, κι ο Δρινιανός με τον Έντμουντ πρότειναν να του δέσουν το ένα χέρι για να μην είναι άνιση η μονομαχία, αφού ο Ριπιτσιπιτσίπ ήταν πιο κοντός, τα πράγματα στρίμωξαν ακόμα περισσότερο. Ο Ευστάθιος κρέμασε μια οκά μούτρα και ζήτησε συγγνώμη απ’ τον Ποντικό, κι έπειτα έφυγε μαζί με τη Λούσυ, για να του πλύνει το χέρι και να του το δέσει. Λίγο αργότερα, βρισκόταν στην κουκέτα του, πλαγιασμένος στο πλευρό. Για να ξαπλώσει ανάσκελα, ούτε συζήτηση. Τα πισινά του έτσουζαν τρελά απ’ το σπαθί του Ποντικού.