ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΝΑΡΝΙΑ
Κ. Σ. ΛΙΟΥΙΣ
Ο Ασημένιος Θρονος
Στο Νίκολας Χάρντι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Πίσω από το γυμναστήριο
Ήταν μια μουντή φθινοπωρινή μέρα και η Τζιλ Πόουλ καθόταν πίσω από το γυμναστήριο κι έκλαιγε.
Έκλαιγε γιατί κάποιοι μαθητές τής είχαν κάνει τη ζωή δύσκολη. Δεν το ’χω σκοπό να γράψω καμιά σχολική ιστορία, γι’ αυτό θα πω δυο λόγια μοναχά για το σχολείο της Τζιλ. Στο κάτω κάτω δεν είναι και κανένα συναρπαστικό θέμα. Το σχολείο της λοιπόν ήταν «μικτό», δηλαδή γι’ αγόρια και κορίτσια, αυτό που παλιά λεγόταν «ανακατεμένο»· μερικοί είχαν να λένε πως αν κάτι ήταν ανακατεμένο δεν ήταν τόσο το σχολείο όσο το μυαλό των διευθυντών του. Αυτοί που λέτε είχαν τη φαεινή ιδέα να επιτρέπουν στους μαθητές και στις μαθήτριες να κάνουν ό,τι τους κάπνιζε. Και, δυστυχώς, αυτό που κάπνιζε σε καμιά δεκαριά ή δεκαπενταριά από τα μεγαλύτερα παιδιά, ήταν να τραμπουκάρουν τα υπόλοιπα. Συνέβαιναν εκεί μέσα πράγματα φοβερά και τρομερά, που δεν τα βάζει ο νους σας· σε οποιοδήποτε άλλο σχολείο θα κόβονταν μαχαίρι με το που θα βγαίναν στη φόρα. Όχι όμως σ’ αυτό το σχολείο. Ακόμα κι όταν κάναν τσακωτούς τους δράστες, δεν έπεφτε, ούτε αποβολή ούτε τιμωρία. Αντίθετα, ο Διευθυντής τούς χαρακτήριζε ενδιαφέρουσες ψυχολογικές περιπτώσεις. Τους καλούσε λοιπόν και τους έπιανε κουβέντα με τις ώρες. Έτσι μάλιστα και κάποιος απ’ αυτούς ήξερε να δίνει τις κατάλληλες απαντήσεις, τότε έφτανε να γίνει από πάνω κι ο εκλεκτός τού Διευθυντή.
Γι’ αυτό το λόγο είχε βάλει τα κλάματα η Τζιλ Πόουλ εκείνη τη μουντή μέρα του φθινοπώρου πίσω στο υγρό μονοπατάκι που περνάει ανάμεσα από το γυμναστήριο και την πλαγιά με τους θάμνους. Δεν είχαν καλά καλά στεγνώσει τα δάκρυά της όταν φάνηκε να στρίβει τη γωνία ένα αγόρι, κοντό σαν στούμπος. Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες και σφύριζε. Κόντεψε να πέσει πάνω της.
«Δεν κοιτάς και λίγο μπροστά σου;» είπε η Τζιλ Πόουλ.
«Καλά ντε» είπε το αγόρι, «δεν είναι ανάγκη ν’ αρχίσεις…» και τότε πρόσεξε το πρόσωπό της. «Βρε, Πόουλ» είπε. «Τι τρέχει;»
Η Τζιλ περιορίστηκε να στραβομουτσουνιάσει μ’ εκείνο τον τρόπο όπως όταν θες να μιλήσεις, αλλά βλέπεις πως, έτσι και πας να πεις κάτι, θα σε ξαναπάρουν τα κλάματα.
«Πάω στοίχημα ότι φταίνε αυτοί – όπως πάντα» είπε τ’ αγόρι τσατισμένο κι έχωσε τα χέρια πιο βαθιά μέσα στις τσέπες του.
Η Τζιλ κούνησε το κεφάλι. Δεν ήταν ανάγκη να πει τίποτα ακόμα και να κατάφερνε να μιλήσει. Κι οι δυο τους ήξεραν πολύ καλά ποιος έφταιγε.
«Έλα τώρα» είπε το αγόρι, «δε νομίζω ότι ωφελεί κανέναν μας να…»
Ήταν καλοπροαίρετος, αλλά είχε πάρει ένα ύφος λες και θα ’βγαζε λόγο. Η Τζιλ ξέσπασε απότομα σε φωνές (αυτό που παθαίνεις καμιά φορά έτσι και σου κόψουν το κλάμα στη μέση).
«Οχ, άντε φύγε και κοίτα τη δουλειά σου» είπε. «Σου ζήτησε κανείς να ’ρθεις να χώσεις τη μύτη σου; Ε; Και τι παριστάνεις δηλαδή; Τον ψυχοπονιάρη που θα μας δώσει συμβουλές τι πρέπει να κάνουμε όλοι εμείς; Άσε που ξέρω πολύ καλά τι θα μας πεις: πως πρέπει συνέχεια να Τους γλείφουμε, να Τους ξεσκονίζουμε και να στεκόμαστε κλαρίνο μπροστά Τους όπως κάνεις εσύ.»
«Πα-να-γί-α μου!» έκανε το αγόρι και κάθισε στο γρασίδι της πλαγιάς εκεί που τέλειωναν οι θάμνοι, αλλά αμέσως πετάχτηκε όρθιος, γιατί το γρασίδι ήταν μουσκεμένο. Για κακή του τύχη, τ’ όνομά του ήταν Ευστάθιος Στούμποου, αλλά γενικά δεν ήταν κακό παιδί.
«Βρε Πόουλ!» είπε, «είσαι άδικη. Έκανα τέτοια πράματα φέτο; Δεν πήρα το μέρος του Κάρτερ για το κουνέλι; Δε φύλαξα μυστικό το θέμα με το Σπίβινς – και με τι μαρτύρια! Κι εγώ δεν ήμουνα που…»
«Δ-δεν ξέρω κι ούτε με νοιάζει» είπε μέσα από τ’ αναφιλητά της η Τζιλ.
Ο Στούμποου κατάλαβε ότι η Τζιλ δεν είχε συνέλθει ακόμη και έκανε την πολύ σωστή κίνηση να της προσφέρει μια καραμέλα. Πιπίλαγε κι αυτός μία. Αμέσως η Τζιλ άρχισε να βλέπει τα πράγματα μ’ άλλο μάτι.
«Συγγνώμην, μωρέ Στούμποου» είπε αμέσως. «Σε αδίκησα. Πραγματικά τα ’κανες όλα αυτά – φέτο.»
«Άντε λοιπόν ξέχνα τη τήν περσινή χρονιά» είπε ο Ευστάθιος. «Πέρσι ήμουνα άλλος άνθρωπος. Ήμουνα –μωρέ, σκέτος κόπανος ήμουνα.»
«Να σου πω την αλήθεια, ήσουνα» είπε η Τζιλ.
«Συμφωνείς λοιπόν ότι έχω αλλάξει;»
«Δεν το λέω μοναχά εγώ» είπε η Τζιλ. «Όλοι το λένε. Το έχουν προσέξει ακόμα κι αυτοί. Η Ελεάνορ Μπλάκιστον άκουσε χτες την Αδέλα Πενιφάδερ να το κουβεντιάζει την ώρα που αλλάζαμε. Είπε, “Αυτόν τον πιτσιρικά το Στούμποου κάποιος τον επηρεάζει. Δεν μπορείς να τον φέρεις βόλτα φέτο. Για να τον προσέξουμε λιγάκι”.»
Ο Ευστάθιος ανατρίχιασε. Δεν ήταν ένας στην Πειραματική Σχολή που να μην ήξερε από την καλή τι πάει να πει να σε «προσέξουν» αυτοί.