«Στούμποου!» ψιθύρισε κι άρπαξε το χέρι του. «Στούμποου, γρήγορα! Βλέπεις κανά γνωστό;»
«Μπα! Αποφάσισες να μας κουβαληθείς πάλι;» είπε ο Ευστάθιος ζοχαδιασμένος (και δεν είχε κι άδικο). «Για κάνε λίγη ησυχία, εντάξει; Θέλω ν’ ακούω.»
«Άσε τις βλακείες» είπε η Τζιλ. «Μη χάνουμε λεπτό. Δε βλέπεις κανένα παλιό σου φίλο εδώ; Αν βλέπεις, τρέχα γρήγορα και μίλα του.»
«Τι κάθεσαι και μου τσαμπουνάς;» είπε ο Στούμποου.
«Ο Ασλάν! Το Λιοντάρι! Αυτός το ’πε» είπε η Τζιλ με απελπισία. «Τον είδα.»
«Α, μπα, ώστε έτσι; Και τι σου είπε;»
«Είπε να πας αμέσως να μιλήσεις στον πρώτο που θα δεις στη Νάρνια που είναι παλιός σου φίλος.»
«Ε, λοιπόν, δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου όλη κανέναν απ’ αυτούς εδώ. Κι, αν θες να ξέρεις και κάτι ακόμα, από πού κι ως πού ξέρω εγώ ότι είμαστε στη Νάρνια.»
«Νόμισα ότι είπες ότι είχες ξανάρθει εδώ» είπε η Τζιλ.
«Ε, λοιπόν, νόμισες λάθος.»
«Να τα μας! Καλός είσαι! Δε μου ’πες πριν…»
«Να χαρείς! Δεν το κλείνεις ν’ ακούσουμε τι λένε!»
Ο Βασιλιάς μιλούσε στο Νάνο, αλλά η Τζιλ δεν μπορούσε ν’ ακούσει λέξη. Το μόνο που έβγαζε ήταν ότι ο Νάνος δεν απαντούσε, αλλά οληώρα κούναγε το κεφάλι του σαν να συμφωνούσε. Μετά ο Βασιλιάς ύψωσε τη φωνή του για ν’ ακουστεί απ’ όλους τους αυλικούς του: η φωνή του όμως ήταν τόσο γεροντική και τρεμουλιαστή που η Τζιλ πάλι δεν πολυκατάλαβε τα λόγια του – πόσο μάλλον που αφορούσαν τόπους κι ανθρώπους που δεν ήξερε διόλου. Όταν τέλειωσε την ομιλία του, ο Βασιλιάς έσκυψε και φίλησε το Νάνο και στα δυο μάγουλα. Μετά ίσιωσε το κορμί του, σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι σαν να τους ευλογούσε, κι άρχισε ν’ ανεβαίνει το μαδέρι με βήματα αργά κι αβέβαια. Οι αυλικοί έδειξαν φοβερά συγκινημένοι από την αναχώρηση του Βασιλιά. Βγήκαν μαντίλια, ακούστηκαν κλάματα απ’ όλους. Τραβήχτηκε το μαδέρι, ήχησαν οι σάλπιγγες από το κάσσαρο, και το καράβι άρχισε ν’ απομακρύνεται από το μόλο. (Μια βάρκα το ρυμουλκούσε, αλλά η Τζιλ δεν το είχε δει.)
«Και τώρα…» είπε ο Ευστάθιος, αλλά μέχρι εκεί ήταν η κουβέντα του γιατί εκείνη τη στιγμή, ένα πελώριο άσπρο πράμα – για κάποιο δευτερόλεπτο, της Τζιλ της φάνηκε σαν χαρταετός – γλίστρησε στον αέρα και ήρθε και στάθηκε πάνω στα πόδια του. Ήταν μια άσπρη κουκουβάγια, τόσο τεράστια όμως που έφτανε το μπόι ενός κανονικού νάνου.
Πετάρισε τα μάτια, ζύγωσε να δει καλύτερα λες και είχε μυωπία, κι ύστερα έγειρε λίγο το κεφάλι και με απαλή, κατσαρή φωνή είπε:
«Κουκουβάου-κουκουβά! Ποια είν’ αυτά τα δυο παιδιά;»
«Εγώ είμαι ο Στούμποου κι αυτή είναι η Πόουλ» είπε ο Ευστάθιος. «Δε μας κάνεις τη χάρη να μας πεις που βρισκόμαστε;»
«Στη γη της Νάρνια, στο Κάστρο του Βασιλιά, στο Κάιρ Πάραβελ.»
«Και δε μου λες, ο Βασιλιάς ήταν αυτός που μόλις τώρα πήρε το πλοίο;»
«Αν ήταν, αν ήταν» είπε η Κουκουβάγια θλιμμένα, κουνώντας το πελώριο κεφάλι της. «Όμως εσείς ποιοι είστε; Σαν να βλέπω κάτι μαγικό μ’ εσάς τους δυο. Σας είδα να έρχεστε εδώ πετώντας. Οι άλλοι όλοι είχαν το νου τους στο κατευόδιο του Βασιλιά και κανένας δε σας πήρε μυρουδιά. Εκτός από μένα. Εγώ σας πρόσεξα. Ήρθατε πετώντας.»
«Μας έχει στείλει ο Ασλάν» είπε ο Ευστάθιος χαμηλώνοντας τη φωνή του.
«Κουκουβάου-κουκουβά!» είπε η Κουκουβάγια και τα φτερά της σπαρτάρισαν. «Αυτό παραείναι μπλεγμένο για να το καταλάβω τόσο νωρίς το απόγευμα. Εγώ, βλέπετε, είμαι σε φόρμα μόνο αφού δύσει ο ήλιος.»
«Και μας έχει στείλει για να βρούμε το χαμένο Πρίγκιπα» είπε η Τζιλ, που είχε φαγωθεί τόσην ώρα να μπει κι αυτή στην κουβέντα.
«Τι ’ν’ πάλι τούτο! Πρώτη φορά το ακούω» είπε ο Ευστάθιος. «Ποιον Πρίγκιπα;»
«Καλύτερα να πάτε αμέσως να μιλήσετε στον Αντιβασιλέα» είπε η Κουκουβάγια. «Σ’ εκείνον εκεί, στο αμάξι με το γαϊδαράκο. Τράμπκιν ο Νάνος.» Το πουλί έκανε μια στροφή για να τους οδηγήσει καθώς μουρμούραγε: «Κουκουβάου-κουκουβά! Τι ’ναι τα πάλι αυτά! Το μυαλό μου δε δουλεύει. Παραείναι νωρίς για μένα».
«Και ποιο είναι τ’ όνομα του Βασιλιά;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Κασπιανός ο Δέκατος» αποκρίθηκε η Κουκουβάγια. Η Τζιλ ούτε που κατάλαβε γιατί ο Ευστάθιος κοντοστάθηκε και πήρε ένα χρώμα άλλο πράμα. Σκέφτηκε πως τόσο χάλια δεν τον είχε δει ποτέ της για καμιά αιτία. Πριν όμως προλάβει να τον ρωτήσει είχαν κιόλας φτάσει κοντά στο Νάνο, που ήταν έτοιμος να τραβήξει τα γκέμια για να γυρίσει πίσω στο κάστρο. Οι αυλικοί είχαν πάρει κι αυτοί το δρόμο του γυρισμού, ένας ένας, δυο δυο ή και παρεούλες, έτσι όπως διαλύεται ο κόσμος μετά από αγώνα ποδοσφαιρικό ή ράλι.
«Κουκουβάου! Χμμμ! Υψηλότατε!» είπε η Κουκουβάγια, κι έσκυψε κι έχωσε το ράμφος της στο αυτί του Νάνου.
«Ε; Τι έκανε λέει;» είπε ο Νάνος.
«Δύο επισκέπτες, εξοχότατε» είπε η Κουκουβάγια.