«Δύο παλιοκλέφτες! Μα, τι ’ναι αυτά που μου λες;» είπε ο Νάνος. «Εγώ βλέπω δύο εξαιρετικώς ρυπαρά ανθρωποκούταβα. Τι επιθυμούν;»
«Το όνομά μου είναι Τζιλ» είπε η Τζιλ κι έκανε ένα βήμα μπρος. Την είχε πιάσει ανυπομονησία να εξηγήσει για ποια σημαντική δουλειά είχαν έρθει εκεί.
«Τζιλ τη λένε» είπε η Κουκουβάγια μ’ όση δύναμη είχε.
«Τι έκανε λέει;» είπε ο Νάνος. «Κλαίνε; Ποιοι κλαίνε. Δε βλέπω κανένα να κλαίει. Επιτέλους! Ποιος κλαίει;»
«Την κοπέλα, εξοχότατε» είπε η Κουκουβάγια. «Το όνομά της είναι Τζιλ.»
«Μίλα δυνατά, μίλα δυνατά» είπε ο Νάνος. «Τι στέκεσαι και μουρμουράς και ψιθυρίζεις μέσα στο αυτί μου. Ποιος κλαίει, λοιπόν;»
«Κανένας δεν κλαίει» πάτησε ένα γερό κρώξιμο η Κουκουβάγια.
«Ποιος;»
«ΚΑΝΕΝΑΣ.»
«Σιγά, σιγά! Τι ξεφωνίζεις. Να ’μουνα και κανένας κουφός! Τι θες τώρα κι έρχεσαι εδώ και μου λες ότι κανένας δεν κλαίει. Για ποιο λόγο θα ’πρεπε να κλαίει κανείς;»
«Δεν του λες τώρα ότι εγώ είμαι ο Ευστάθιος» είπε ο Στούμποου.
«Το αγόρι το λένε Ευστάθιο, εξοχότατε» έκρωξε πάλι μ’ όλη της τη δύναμη η Κουκουβάγια.
«Δεν έχει ευστάθεια;» είπε ο Νάνος θυμωμένος. «Εμ, του φαίνεται. Κι είναι λόγος αυτός να μου τον κουβαλάς εδώ; Ε;»
«Όχι ευστάθεια, εξοχότατε» είπε η Κουκουβάγια. «ΕΥΣΤΑΘΙΟ.»
«Να σταθεί, πού να σταθεί. Επιτέλους, δεν ξέρω για τι πράμα μου μιλάς. Άκουσέ με καλά, Κυρα-Θαμποφτερού. Στα νιάτα μου, υπήρχαν ζώα και πτηνά που μιλούσαν. Αυτά τα μουρμουρίσματα και τα ψιθυρίσματα και τα κακαρίσματα μας ήταν άγνωστα. Και ούτε που θα τα ανεχόμασταν. Ούτε για ένα λεπτό. Άκουσες; Ούτε για ένα λεπτό. Ούρνους, το ακουστικό μου, παρακαλώ.»
Ένας μικρός φαύνος που στεκόταν ήσυχα στο πλευρό του Νάνου του έδωσε αμέσως ένα ασημένιο χωνί, το ακουστικό του. Αυτό ήταν ολόδιο μ’ ένα παλιό μουσικό όργανο που λεγόταν οφίαυλος, γιατί σαν όφις δηλαδή, έφερνε βόλτα γύρω από το λαιμό του Νάνου. Ενώ το τακτοποιούσε, η Κουκουβάγια η Θαμποφτερού ξαφνικά ψιθύρισε στα παιδιά:
«Το μυαλό μου σαν ν’ άρχισε κάπως να δουλεύει τώρα. Μην πείτε λέξη για το χαμένο Πρίγκιπα. Θα σας εξηγήσω αργότερα. Κουκουβάου-κουκουβά. Πα πα πα!»
«Λοιπόν» είπε ο Νάνος, «Κυρα-Θαμποφτερού, αν έχεις να πεις κάτι λογικό, προσπάθησε να το πεις. Πάρε μια βαθιά ανάσα και μίλα αργά, όχι σαν παπατρέχας!»
Με κάποια βοήθεια από τα παιδιά και παρά την κρίση τού βήχα που έπιασε το Νάνο, η Θαμποφτερού άρχισε να εξηγεί ότι οι επισκέπτες είχαν έρθει στην αυλή της Νάρνια σταλμένοι από τον Ασλάν. Ο Νάνος τούς έριξε μια γρήγορη ματιά και το βλέμμα του τώρα πήρε μια αλλιώτικη έκφραση.
«Ώστε σταλμένοι από το ίδιο το Λιοντάρι, ε;» είπε. «Και από – μμμ – από κείνο τον άλλο Τόπο – πέρα από το τέλος του κόσμου, ε;»
«Μάλιστα, Κύριέ μου» έσκουξε ο Ευστάθιος μέσα στο χωνί.
«Ώστε ο γιος του Αδάμ και η κόρη της Εύας, ε;» είπε ο Νάνος.
Όμως στην Πειραματική Σχολή δεν είχε γίνει ποτέ κουβέντα για κανέναν Αδάμ ούτε και για καμιά Εύα, κι έτσι η Τζιλ και ο Ευστάθιος δεν μπόρεσαν να δώσουν απάντηση. Όμως ο Νάνος δε φάνηκε να έδωσε σημασία.
«Λοιπόν, αγαπητοί μου» είπε και, σκύβοντας λίγο το κεφάλι, τους πήρε από το χέρι, πρώτα το ένα παιδί κι ύστερα τ’ άλλο. «Σας καλωσορίζουμε μ’ όλη μας την καρδιά. Αν ο καλός μας Βασιλιάς, ο καημένος ο Κύριός μου, δεν είχε βάλει πανιά μόλις αυτή τη στιγμή για τα Εφτά Νησιά, θα ήταν πολύ χαρούμενος με τον ερχομό σας. Θα ξανάνιωνε για μια στιγμή – για μια στιγμή. Και τώρα, ώρα για δείπνο. Θα μου μιλήσετε για το σκοπό της επίσκεψής σας στο γενικό συμβούλιο αύριο το πρωί. Κυρα-Θαμποφτερού, φρόντισε να δοθούν στους ξένους μας τα πιο επίσημα δωμάτια και κατάλληλα ρούχα κι ό,τι άλλο επιθυμούν. Και, Θαμποφτερού, για πλησίασε.»
Τότε ο Νάνος κόλλησε το στόμα του στο αυτί της Κουκουβάγιας με την πρόθεση, κανείς δεν αμφιβάλλει, να μιλήσει ψιθυριστά: όμως, καθώς ξέρετε, όσοι έχουν πρόβλημα ακοής δεν μπορούν να κάνουν σωστή εκτίμηση της φωνής τους. Έτσι, και τα δυο παιδιά άκουσαν που είπε: «Και φρόντισε να πλυθούν, παρακαλώ».
Ύστερα, ο Νάνος τσίγκλισε το γαϊδαράκο που πήρε δρόμο κατά το κάστρο μ’ έναν τρόπο που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε άλογο και πάπια. (Ήταν ένα χοντρομπαλάδικο ζωντανό ετούτο, άλλο πράμα.) Ο Φαύνος, η Κουκουβάγια και τα παιδιά ακολουθούσαν με πιο αργό βήμα. Ο ήλιος είχε πια βασιλέψει κι άρχισε να κάνει ψύχρα.
Διασχίσανε το γρασίδι, πέρασαν μέσα από ένα περιβόλι κι ύστερα φτάσανε στη Βορινή Πύλη του Κάιρ Πάραβελ, που ήταν διάπλατα ανοιχτή. Στο εσωτερικό είδαν μια αυλή γεμάτη πρασινάδα. Τα παράθυρα της μεγάλης αίθουσας στα δεξιά τους ήταν κιόλας φωτισμένα. Τα φώτα ήταν αναμμένα και σ’ ένα συγκρότημα από κτίρια, αντίκρυ τους, σωστό λαβύρινθο. Εκεί τους οδήγησε η Κουκουβάγια κι ύστερα κάλεσε ένα εξαίσιο πλάσμα για να αναλάβει τη φροντίδα της Τζιλ. Ήταν μια κοπέλα στο μπόι της περίπου, αρκετά πιο λεπτή, αλλά φανερά πιο ώριμη, με τη χάρη ιτιάς, και μαλλιά σαν τα φύλλα ιτιάς, που μοιάζαν να ’ναι πλεγμένα με βρύα. Οδήγησε την Τζιλ σ’ ένα κυκλικό δωμάτιο σ’ έναν από τους πυργίσκους. Χωστή στο πάτωμα υπήρχε μια μπανιέρα, τα ξύλα μοσκοβολούσαν στη φωτιά που ήταν αναμμένη στη χαμηλή εστία, μια λάμπα κρεμόταν μ’ ασημένια αλυσίδα από την αψιδωτή οροφή. Το παράθυρο έβλεπε στη δύση με θέα τούτη την παράξενη χώρα, τη Νάρνια, κι η Τζιλ έμεινε να κοιτάει τα βαθυκόκκινα αχνάρια από το ηλιοβασίλεμα ακόμα να λάμπουν πίσω από τα μακρινά βουνά. Ένιωσε μια λαχτάρα για περισσότερες περιπέτειες και τη βεβαιότητα ότι αυτά όλα ήταν μοναχά η αρχή.