Αφού έκανε το μπάνιο της και βούρτσισε τα μαλλιά της και φόρεσε τα ρούχα που της έφεραν – ρούχα που δεν ήταν όμορφα μόνο στο μάτι, μα και στην αφή, και μοσκομύριζαν και θρόιζαν καθώς περπατούσες – θα ’χε ξαναγυρίσει σ’ εκείνο το παράθυρο με την καταπληκτική θέα, αν δεν την έκοβε στη μέση ένα χτύπημα στην πόρτα.
«Περάστε» είπε η Τζιλ. Και να σου εμφανίστηκε ο Ευστάθιος, φρεσκοπλυμένος κι αυτός και ντυμένος με τα πανέμορφα ρούχα των Ναρνιανών. Ωστόσο, η έκφραση στο πρόσωπό του δεν έδειχνε και μεγάλο ενθουσιασμό.
«Εδώ είσαι επιτέλους» είπε τσατισμένος και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. «Μπάφιασα να σε ψάχνω.»
«Ορίστε που με βρήκες!» είπε η Τζιλ. «Δε μου λες, βρε Στούμποου, δεν είναι να τρελαίνεσαι μ’ όλη αυτή την ομορφιά;» Για την ώρα, όλα τα περί σημάτων και χαμένου Πρίγκιπα είχαν πάει περίπατο.
«Α, εκεί έχεις το μυαλό σου εσύ, ε;» είπε ο Ευστάθιος· ύστερα από λίγο «Μακάρι να μην είχαμε έρθει ποτέ.»
«Δεν είσαι με τα καλά σου!»
«Δεν τ’ αντέχω άλλο» είπε ο Στούμποου. «Να βλέπεις το Βασιλιά – τον Κασπιανό – σε τέτοια κατάσταση, ένα γεράκο να μην τον βαστάν τα πόδια του. Πώς να το πω… σε τρομάζει.»
«Γιατί καλέ; Κι εσένα τι σε κόφτει;»
«Άντε να καταλάβεις εσύ. Τώρα που το σκέφτομαι, πραγματικά δεν μπορείς. Δε σου έχω εξηγήσει ότι ο χρόνος σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο είναι διαφορετικός.»
«Μα τι ’ναι αυτά που μου λες τώρα;»
«Να! Ο χρόνος που περνάμε εδώ δε θα λογαριαστεί στο δικό μας χρόνο. Καταλαβαίνεις; Θέλω να πω ότι, άσχετα με το πόσο θα μείνουμε εδώ, θα γυρίσουμε πίσω στην Πειραματική Σχολή τη στιγμή που φύγαμε.»
«Δε θα ’χει και πολύ πλάκα!»
«Οχ, βούλωσ’ το, βρε Πόουλ. Όλη την ώρα κόβεις την κουβέντα. Όταν λοιπόν γυρίσουμε πίσω στην Αγγλία –στο δικό μας κόσμο – δε θα μπορείς να υπολογίσεις πόσος χρόνος πέρασε εδώ. Δηλαδή, στη Νάρνια μπορεί να είναι ένα κάρο χρόνια, όταν στην Αγγλία περνάει ένας χρόνος μοναχά. Τα Πηβενσόπουλα μου το είχαν εξηγήσει, αλλά εγώ ο βλάκας το ξέχασα εντελώς. Και καθώς βλέπω, από τότε που ήμουνα εδώ πέρασαν περίπου εβδομήντα χρόνια – Ναρνιανά χρόνια. Μπήκες τώρα; Ξανάρχομαι λοιπόν και βρίσκω τον Κασπιανό γέρο άνθρωπο.»
«Άρα ο Βασιλιάς ήταν γνωστός σου!» είπε η Τζιλ. Της ήρθε η σκέψη σαν φοβερό αστροπελέκι.
«Αν ήταν λέει» είπε ο Ευστάθιος καταστενοχωρημένος. «Περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι. Και την τελευταία φορά που τον είδα, ίσα που με πέρναγε λίγα χρόνια. Και να βλέπω τώρα αυτόν το γέρο με την άσπρη γενειάδα, και να τον θυμάμαι εκείνο το πρωινό όταν καταλάβαμε τα Νησιά της Μοναξιάς ή την πάλη με το Φίδι της Θάλασσας – τι να σου πω! είναι τρομερό· χειρότερο από το να ’ρχόμουνα και να μάθαινα πως είχε πεθάνει.»
«Πάψε, να χαρείς!» είπε η Τζιλ χάνοντας την υπομονή της. «Αν θες να ξέρεις, συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Την έχουμε πατήσει με το πρώτο Σημάδι.» Φυσικά ο Ευστάθιος ούτε που κατάλαβε. Έτσι η Τζιλ του διηγήθηκε τη συζήτησή της με τον Ασλάν και τα τέσσερα σημάδια και την αποστολή που είχε αναθέσει και στους δυο τους, να βρουν το χαμένο Πρίγκιπα.
«Καθώς βλέπεις» κατέληξε, «είδες και καλοείδες έναν παλιό σου φίλο, όπως είπε ο Ασλάν, κι έπρεπε να πας αμέσως να του μιλήσεις. Πράγμα που δεν έκανες και τώρα άντε όλα φτου κι από την αρχή».
«Κι εγώ δηλαδή πώς έπρεπε να το ξέρω;» είπε ο Στούμποου.
«Ε, αν καθόσουνα να μ’ ακούσεις όταν προσπαθούσα να σου τα πω, τώρα δε θα είχαμε κανένα πρόβλημα» είπε η Τζιλ.
«Μάλιστα! Κι εσύ, κυρά μου, αν δεν είχες κάνει τις χαζαμάρες σου εκεί στην άκρη του βράχου που κόντεψες να με δολοφονήσεις – καλά άκουσες! είπα να με δολοφονήσεις και θα σου το κοπανάω ξανά και ξανά, και να μη μου συγχύζεσαι – λοιπόν, θα είχαμε φτάσει εδώ μαζί και θα ξέραμε τι να κάνουμε.»
«Δε μου λες, ήταν το πρώτο πρόσωπο που είδες, έτσι δεν είναι;» είπε η Τζιλ. «Εσύ θα πρέπει να ’σουνα εδώ ώρες πριν από μένα. Είσαι σίγουρος ότι δεν είδες κανέναν άλλο πρώτα;»