«Εγώ ήμουνα εδώ ένα λεπτό μοναχά πριν από σένα» είπε ο Ευστάθιος. «Εσένα ο Ασλάν θα πρέπει να σου ’δωσε πιο δυνατό φύσημα. Για να καλύψει το χαμένο χρόνο: το χρόνο που χάθηκε εξαιτίας σου.»
«Δε με παρατάς λέω εγώ!» είπε η Τζιλ. «Οχ! Τι ’ν’ τούτο πάλι!»
Η καμπάνα του κάστρου ακούστηκε να καλεί για το δείπνο. Ευτυχώς γιατί, έτσι, έληξε ένας παραλίγο ομηρικός καβγάς. Και είχαν κι οι δυο τους μια διαβολεμένη όρεξη!
Τα μάτια τους δεν είχαν ξαναδεί πιο φαντασμαγορικό πράμα από αυτό το γεύμα στη μεγάλη τραπεζαρία του κάστρου· μολονότι ο Ευστάθιος είχε ξανάρθει σ’ αυτόν τον κόσμο, είχε περάσει όλον τον καιρό στη θάλασσα και δεν είχε καμιά εμπειρία από τη λάμψη και την αβροφροσύνη που είχαν οι Ναρνιανοί στα σπίτια τους, στη χώρα τους. Λάβαρα κρέμονταν από την οροφή, και κάθε φορά που τους σέρβιραν ένα πιάτο ηχούσαν σάλπιγγες και τύμπανα. Κατέφθασαν σούπες, να τις θυμάσαι μοναχά και να σου τρέχουν τα σάλια, νοστιμότατα ψάρια με παράξενα ονόματα, ζαρκάδια και παγόνια, πίτες, παγωτά και ζελέ, και φρούτα και καρύδια κι όλων των ειδών κρασιά και φρουτοχυμοί. Ακόμα κι ο Ευστάθιος ξεχάστηκε λιγάκι και παραδέχτηκε ότι αυτό το δείπνο ήταν «άλλο πράμα». Κι όταν το τσιμπούσι έφτανε στο τέλος, παρουσιάστηκε ένας τυφλός ποιητής που, συνοδεύοντας με μουσική έπιασε ν’ ανιστορεί την καταπληκτική εκείνη παλιά ιστορία για τον Πρίγκιπα Κορ και την Άραβη και το άλογο που το λέγαν Μπρη, την ιστορία που είναι γνωστή με τον τίτλο «Το Άλογο και το Αγόρι του» και μιλάει για μια περιπέτεια που ξετυλίγεται στη Νάρνια και στην Καλορμίνα και τους τόπους ανάμεσά τους, για το Χρυσό Αιώνα τότε που Μεγάλος Βασιλιάς στο Κάιρ Πάραβελ ήταν ο Πέτρος. (Δεν προλαβαίνω να σας τη διηγηθώ τώρα, αλλά κάποια φορά αξίζει να την ακούσετε.)
Καθώς γύριζαν μισοζαλισμένοι πίσω στα δωμάτιά τους για ύπνο, με το χασμουρητό να πηγαίνει σύννεφο, η Τζιλ, επειδή είχαν περάσει μια τόσο γεμάτη μέρα, είπε: «Έχουμε να κάνουμε έναν ξεγυρισμένο ύπνο απόψε!» Για να δείτε πόσο λίγο περνάει από το νου μας το τι μπορεί να μας συμβεί απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Οι Κουκουβάγιες στη Βουλή
Είναι πραγματικά ανεξήγητο πώς συμβαίνει κι όσο πιο πολύ νυστάζεις τόσο πιο πολύ καθυστερείς να πας για ύπνο· αν μάλιστα έχεις την εξαιρετική τύχη της Τζιλ να καίει το τζάκι μέσα στο δωμάτιό σου, ε, τότε ξέχνα το. Ούτε που της έκανε καρδιά ν’ αρχίσει να ξεντύνεται αν δεν καθόταν πρώτα να χουζουρέψει για λίγο μπροστά στη φωτιά. Κι από τη στιγμή που κάθισε, άντε μετά να σηκωθεί. Θα ’χε πει κάπου πέντ’ έξι φορές «Πρέπει να πάω για ύπνο!» όταν ξαφνικά πετάχτηκε από ένα χτύπο στο τζάμι.
Σηκώθηκε, πήγε και τράβηξε την κουρτίνα, αλλά το μόνο που είδε στην αρχή ήταν το σκοτάδι. Ύστερα όμως έκανε πίσω φοβισμένη, γιατί ξεχώρισε κάτι πελώριο να ορμάει κατά το παράθυρο και να δίνει ένα γερό χτύπο πάνω στο τζάμι. Της κατέβηκε μια σκέψη που την κοψοχόλιασε. «Ώρα είναι να ’χουν σ’ αυτή τη χώρα έντομα γίγαντες. Γιαχ!» Σε λίγο όμως αυτό το πράμα ξαναφάνηκε, κι αυτή τη φορά ήταν σχεδόν σίγουρη ότι είδε ένα ράμφος, κι ότι το θόρυβο πάνω στο τζάμι τον είχε κάνει το ράμφος. «Θα πρέπει να ’ναι κανένα τεράστιο πουλί» σκέφτηκε η Τζιλ. «Άραγε να ’ναι αετός;» Δεν είχε πολλά κέφια για επισκέψεις, κι αετός να ’ταν, ωστόσο, άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε έξω. Την ίδια στιγμή, μ’ ένα θόρυβο που την ξεκούφανε, το πλάσμα αυτό στάθηκε πάνω στο περβάζι γεμίζοντας όλο το άνοιγμα στο παράθυρο, έτσι που η Τζιλ αναγκάστηκε να τραβηχτεί πίσω για να του κάνει χώρο. Ήταν η Κουκουβάγια.
«Σουτ! Σουτ! Κουκουβάου-Κουκουβά» είπε η Κουκουβάγια. «Μην κάνεις θόρυβο καθόλου. Για πες μου τώρα. Το ’χετε πάρει στα σοβαρά εσείς οι δυο αυτό που σκοπεύετε να κάνετε;»
«Θες να πεις για το χαμένο Πρίγκιπα;» είπε η Τζιλ. «Αν μπορούμε ας κάνουμε κι αλλιώς.» Εκείνη τη στιγμή της ήρθε στο μυαλό η φωνή και το πρόσωπο του Λιονταριού· με τις γιορτές και τα πανηγύρια και τα παραμύθια στη μεγάλη τραπεζαρία, κόντεψε να τα ξεχάσει ολότελα.
«Ωραία!» είπε η Κουκουβάγια. «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο λοιπόν. Πρέπει να το σκάσουμε από δω στη στιγμή. Θα πάω να ξυπνήσω το άλλο ανθρωπάκι. Ύστερα θα ξαναγυρίσω να πάρω και σένα. Καλά θα κάνεις να βγάλεις αυτά τα παλατιανά ρούχα και να βάλεις κάτι κατάλληλο για ταξίδι. Θα γυρίσω σ’ ένα λεπτό. Κουκουβάου!» Κι εξαφανίστηκε δίχως να περιμένει απάντηση.
Αν ήταν πιο εξοικειωμένη με περιπέτειες η Τζιλ, μπορεί να είχε ζυγιάσει τα λόγια της Κουκουβάγιας, αλλά τέτοια πράματα δεν της είχαν ξανατύχει: στη συναρπαστική ιδέα μιας μεταμεσονύχτιας απόδρασης, η νύστα της πήγε περίπατο. Ξαναφόρεσε το πουλόβερ και τη φούστα της – στη ζώνη της είχε έναν προσκοπικό σουγιά που μπορεί να της χρησίμευε – και πήρε και μερικά πράματα ακόμα που της είχε αφήσει στο δωμάτιο το κορίτσι με τα μαλλιά ιτιάς. Διάλεξε μια κοντή κάπα που της έφτανε μέχρι τα γόνατα κι είχε και κουκούλα («ό,τι πρέπει έτσι και πιάσει καμιά βροχή» σκέφτηκε), μερικά μαντίλια και μια χτένα. Μετά κάθισε και περίμενε.