Выбрать главу

Είχε αρχίσει να κουτουλάει πάλι όταν ξαναφάνηκε η Κουκουβάγια.

«Τώρα είμαστε έτοιμοι» είπε.

«Για μπες μπροστά καλύτερα να μου δείχνεις τα κατατόπια» είπε η Τζιλ, «γιατί εδώ μέσα χάνομαι».

«Κουκουβάου!» έκανε η Κουκουβάγια. «Σιγά να μη βγούμε μέσα από το κάστρο! Αλίμονο! Θα καβαλήσεις πάνω μου και θα φύγουμε πετώντας.»

«Τι έκανε λέει;» είπε η Τζιλ κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, διόλου ενθουσιασμένη μ’ αυτό που άκουσε. «Δε σου πέφτω πολύ βαριά;»

«Κουκουβάου-κουκουβά! Μα τι πράματα χαζά! Εδώ κουβάλησα τον άλλον. Άντε. Πρώτα να σβήσουμε τη λάμπα.»

Μόλις έσβησαν τη λάμπα, το κομμάτι της νύχτας που φαινόταν από το παράθυρο τώρα έδειχνε λιγότερο σκοτεινό – δεν ήταν πια μαύρο, αλλά γκρίζο. Η Κουκουβάγια στάθηκε πάνω στο περβάζι με την πλάτη στο δωμάτιο και ύψωσε τα φτερά της. Η Τζιλ σκαρφάλωσε πάνω στο κοντόχοντρο σώμα της, έχωσε τα γόνατά της κάτω από τα φτερά της και πιάστηκε γερά. Ένιωσε στα φτερά της μια γλυκιά ζεστασιά κι απαλότητα, αλλά δεν υπήρχε τρόπος για να κρατηθεί. «Πώς να του φάνηκε του Στούμποου αυτή η βόλτα!» σκέφτηκε. Κι εκεί που έκανε αυτή τη σκέψη, με μια φοβερή βουτιά άφησαν το περβάζι, με τα φτερά να κάνουν έναν τρομερό σαματά μέσα στ’ αυτιά της. Το νυχτερινό αεράκι, δροσερό και υγρό, της χάιδευε το πρόσωπο.

Ένιωθε πολύ πιο ανάλαφρα απ’ όσο περίμενε και μολονότι ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, κάπου φαινόταν ένα θολό ασημί μπάλωμα του φεγγαριού, που κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα. Κάτω φαίνονταν οι πεδιάδες γκρίζες και τα δέντρα μαύρα. Ο αέρας δυνάμωνε – ένας αέρας σαν ψίθυρος, σαν κύμα, προμήνυμα πως η βροχή δε θ’ αργούσε να ’ρθει.

Η Κουκουβάγια έκανε ένα γύρο έτσι που τώρα είχαν το κάστρο μπροστά τους. Πολύ λίγα παράθυρα ήταν φωτισμένα. Πέταξαν πάνω από το κάστρο, κατά το βορρά, κι ύστερα πάνω από το ποτάμι· ο αέρας είχε γίνει τσουχτερός. Της Τζιλ της φάνηκε πως χαμηλά, πάνω στο νερό, είδε να σχηματίζεται ανοιχτόχρωμο το είδωλο της Κουκουβάγιας. Ώσπου να το πει βρίσκονταν κιόλας στη βορινή όχθη του ποταμού και πετούσαν πάνω από δασωμένη περιοχή.

Η Κουκουβάγια έκανε ν’ αρπάξει κάτι που η Τζιλ δεν μπόρεσε να δει.

«Να χαρείς!» είπε η Τζιλ. «Όχι απότομες κινήσεις. Κόντεψες να με ρίξεις.»

«Συγγνώμη» είπε η Κουκουβάγια. «Έκανα να τσακώσω μια νυχτερίδα. Το τι με πιάνει όταν βλέπω αυτές τις στρουμπουλές νυχτεριδούλες! Δεν κρατιέμαι. Να σου πιάσω καμιά;»

«Να λείπει» είπε η Τζιλ ανατριχιάζοντας από αηδία.

Η Κουκουβάγια πετούσε τώρα σε χαμηλότερο ύψος· μπροστά τους είδαν να ξεπροβάλλει ένας πελώριος, σκούρος όγκος. Η Τζιλ ίσα που πρόλαβε να δει ότι ήταν ένας πυργίσκος – μισοερειπωμένος της φάνηκε, κουκουλωμένος από κισσό – και την ίδια στιγμή τράβηξε το κεφάλι της προς τα κάτω να γλιτώσει τη σύγκρουση πάνω στην καμπύλη ενός παραθύρου, καθώς η Κουκουβάγια τρύπωνε μέσα από τους κισσούς και τις αράχνες του ανοίγματος. Πίσω τους είχαν αφήσει τη δροσερή, γκρίζα νύχτα, κι είχαν χωθεί μες στα σκοτάδια της κορυφής του πυργίσκου. Της ήρθε μια μουχλίλα εκεί μέσα και, με το που γλίστρησε από την πλάτη της Κουκουβάγιας για να κατεβεί, ένιωσε (όπως κατά παράξενο τρόπο μας συμβαίνει συνήθως) ότι ήταν πήχτρα. Κι όταν μέσα στο σκοτάδι άκουσε φωνές από παντού να λένε «Κουκουβάου! Κουκουβάου!» κατάλαβε πως ήταν τίγκα από κουκουβάγιες. Αισθάνθηκε μάλλον ανακούφιση, όταν μια διαφορετική φωνή είπε:

«Εσύ είσαι, βρε Πόουλ;»

«Στούμποου! Εσύ είσαι;» είπε η Τζιλ.

«Λοιπόν» είπε η Θαμποφτερού, «νομίζω ότι έχουμε απαρτία. Ας αρχίσει η συνεδρίαση».

«Κουκουβάου-κουκουβά! Μιλάς σωστά! Μιλάς σωστά!» ακούστηκαν πολλές φωνές.

«Για σταθείτε ένα λεπτό» ακούστηκε κι η φωνή του Ευστάθιου. «Θέλω πρώτα να πω κάτι.»

«Να το πεις, να το πεις» φώναξαν οι κουκουβάγιες· και η Τζιλ είπε: «Όρμα!»

«Φίλοι μου – ε, κουκουβάγιες μου, θέλω να πω» άρχισε ο Ευστάθιος, «φαντάζομαι ότι όλοι σας ξέρετε ότι στα νιάτα του ο Βασιλιάς Κασπιανός ο Δέκατος είχε ταξιδέψει με το καράβι ανατολικά, μέχρι το τέλος του κόσμου. Θέλω να σας πω ότι ήμουνα μαζί του σ’ εκείνο το ταξίδι: μαζί του καθώς και με το Ριπιτσιπιτσίπ τον Πόντικα, και με το Λόρδο Τρινιανό και τους άλλους. Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο για σας να το πιστέψετε, όμως στον κόσμο το δικό μας οι άνθρωποι δε γερνάνε τόσο γρήγορα όσο εδώ. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι είμαι άνθρωπος του Βασιλιά: σε περίπτωση λοιπόν που η Βουλή σας εδώ σχεδιάζει κάποια συνωμοσία εναντίον του Βασιλιά, εγώ δεν έχω καμία σχέση».