Выбрать главу

«Κουκουβάου-κουκουβά, είμαστε κι εμείς με το Βασιλιά» είπαν οι κουκουβάγιες.

«Τότε για ποιο θέμα πρόκειται;» ρώτησε ο Στούμποου.

«Πρόκειται για το εξής θέμα» είπε η Θαμποφτερού. «Αν ο Αντιβασιλιάς, ο Νάνος Τράμπκιν, μάθει ότι ψάχνεις να βρεις το χαμένο Πρίγκιπα, θα σε κλειδαμπαρώσει το ταχύτερο.»

«Θεός φυλάξοι!» είπε ο Ευστάθιος. «Μη μου πείτε ότι ο Τράμπκιν είναι προδότης! Εκείνο τον καιρό, στο θαλασσινό μας ταξίδι, είχα ακούσει πολλές φορές να μιλάνε γι’ αυτόν. Είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη του Κασπιανού –του Βασιλιά, θέλω να πω.»

«Α, όχι» είπε μια φωνή. «Ο Τράμπκιν δεν είναι προδότης. Είναι όμως καμιά τριανταριά πολεμιστές (ιππότες, κένταυροι, καλοί γίγαντες, και διάφοροι άλλοι) που κάθε τόσο ξεκινούσαν για να βρουν το χαμένο Πρίγκιπα, και δεν έχει γυρίσει ούτε ένας τους. Στο τέλος, ο Βασιλιάς είπε πως δεν άντεχε άλλο να βλέπει να χάνονται οι πιο γενναίοι της Νάρνια αναζητώντας το γιο του. Έτσι λοιπόν τώρα δεν επιτρέπεται να φύγει κανένας.»

«Εμάς όμως θα μας επιτρέψει» είπε ο Ευστάθιος. «Αν μάθει δηλαδή ποιος είμαι και ποιος με στέλνει.»

(«Ποιος μας στέλνει» διόρθωσε η Τζιλ.)

«Ναι» είπε η Θαμποφτερού, «Νομίζω ότι μάλλον θα σας επιτρέψει. Όμως ο Βασιλιάς λείπει. Κι ο Τράμπκιν ακολουθεί πιστά τους κανονισμούς. Χαρακτήρας αδαμάντινος, αλλά περήφανος στ’ αυτιά και πολύ ευέξαπτος. Με τίποτα δεν τον κάνεις να καταλάβει ότι μπορεί να χρειάζεται να κάνει τώρα μια εξαίρεση στον κανόνα.»

«Μπορεί να νομίζετε ότι εμάς θα μας πρόσεχε, γιατί εμείς είμαστε κουκουβάγιες, κι όλοι ξέρουν πόσο σοφές είμαστε» είπε μια άλλη κουκουβάγια, «όμως τώρα έχει παραγεράσει. Το μόνο που θα ’λεγε είναι: “Και ποια θαρρείς πως είσαι εσύ; Μια πιτσιρίκα. Σε θυμάμαι τότε που ήσουνα αυγουλάκι. Θα μας μάθεις τώρα γράμματα εσύ. Ε, όχι βέβαια. ‘Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι’”!»

Η κουκουβάγια αυτή μιμήθηκε τόσο πετυχημένα τη φωνή του Τράμπκιν που λυθήκαν ολόγυρα στα γέλια· κουκουβαγίσια γέλια. Τα παιδιά ένιωθαν ότι οι Ναρνιανοί έβλεπαν τον Τράμπκιν έτσι όπως οι μαθητές στο σχολείο βλέπουν κάποιο στριμμένο δάσκαλο που λιγάκι τον φοβούνται και λιγάκι τον κοροϊδεύουν, αλλά κατά βάθος τον συμπαθούν.

«Και πόσον καιρό θα λείψει ο Βασιλιάς;» ροίτησε ο Ευστάθιος.

«Μακάρι να ’ξερα» είπε η Θαμποφτερού. «Βλέπεις, φημολογείται τελευταία ότι εμφανίστηκε ο ίδιος ο Ασλάν στα νησιά – θαρρώ στην Τερεβινθία. Ο Βασιλιάς λοιπόν είπε ότι θα έκανε ακόμα μια απόπειρα πριν πεθάνει να δει προσωπικά τον Ασλάν και να ζητήσει τη συμβουλή του για το ποιος θα ’πρεπε να ’ναι ο διάδοχός του. Αυτό που μας ανησυχεί όλους μας όμως είναι ότι, αν δεν τον συναντήσει τον Ασλάν στην Τερεβινθία, τότε θα συνεχίσει το ταξίδι του ανατολικά, για τα Εφτά Νησιά και τα Νησιά της Μοναξιάς – κι όλο θα αρμενίζει μέχρι να τον βρει. Δε μιλάει ποτέ γι’ αυτό, όμως όλοι μας ξέρουμε ότι δεν έχει λησμονήσει ποτέ το ταξίδι του στο τέρμα του κόσμου. Είμαι σίγουρη πως στα κατάβαθα της ψυχής του λαχταράει να ξαναπάει εκεί.»

«Άρα δεν ωφελεί να τον περιμένουμε να γυρίσει» είπε η Τζιλ.

«Όχι, δεν ωφελεί» είπε η Κουκουβάγια. «Τι να πεις! Τι κρίμα να μην το ξέρετε να του μιλήσετε αμέσως! Θα είχε μεριμνήσει για όλα – ίσως ίσως και για στρατιώτες να σας ακολουθήσουν στην αναζήτηση του Πρίγκιπα.»

Σαν άκουσε τα λόγια αυτά, η Τζιλ δεν έβγαλε τσιμουδιά· μέσα της παρακάλαγε να δείξει κι ο Ευστάθιος τον καλό του εαυτό και να μην ξεφουρνίσει σε όλες τις κουκουβάγιες το γιατί είχε συμβεί αυτό. Και πράγματι έτσι έγινε ή κάπως έτσι. Μ’ άλλα λόγια, ίσα που ακούστηκε να μουρμουράει: «Σάμπως έφταιγα εγώ;» πριν πει δυνατά:

«Πολύ καλά. Πρέπει να τα βγάλουμε πέρα και χωρίς τη βοήθειά του. Πολύ θα ήθελα όμως να μου λύσετε μια απορία. Εάν αυτή η Βουλή όπως την αποκαλείτε, είναι απολύτως εντάξει και πέρα από κάθε υποψία και δεν έχει παρά μόνο καλό σκοπό, τότε δε μου λέτε, για ποιο λόγο πρέπει να συνεδριάζετε με τόση μυστικότητα μέσα σ’ ένα χάρβαλο και μέσα στη βαθιά νύχτα;»

«Κουκουβάου-κουκουβού» φώναξαν κάμποσες κουκουβάγιες, «και να γίνει πού; Και πότε γίνονται δηλαδή οι συνεδριάσεις αν όχι τη νύχτα;»

«Βλέπετε» εξήγησε η Θαμποφτερού, «τα πιο πολλά πλάσματα που ζουν στη Νάρνια έχουν αφύσικες συνήθειες. Κάνουν τις διάφορες δουλειές τους τη μέρα, όταν σε τυφλώνει ο ήλιος (Πα πα πα!) τότε που όλοι θα ’πρεπε να κοιμούνται. Φτάνουν, λοιπόν, τη νύχτα να μη βλέπουν μπροστά τους, να είναι εντελώς ηλίθια και να μην μπορείς να τους πάρεις λέξη. Εμείς οι κουκουβάγιες, όμως, όταν έχουμε να συζητήσουμε για κάποιο θέμα, συνηθίζουμε να κάνουμε τις συνεδριάσεις μας λογικές ώρες».