«Κατάλαβα» είπε ο Ευστάθιος. «Τώρα πάμε παρακάτω. Πείτε μας ό,τι ξέρετε για το χαμένο Πρίγκιπα.» Και τότε μια γρια-κουκουβάγια, όχι η Θαμποφτερού, άρχισε να διηγείται την ιστορία του.
Πως πριν δέκα χρόνια καθώς φαίνεται, ο Ριλιανός, ο γιος του Κασπιανού, νεαρός ιππότης τότε, είχε βγει να κάνει ιππασία με τη Βασίλισσα, τη μητέρα του. Ήταν ένα Μαγιάτικο πρωινό στα βόρεια της Νάρνια. Τους συνόδευαν άρχοντες κι αρχόντισσες με τα κεφάλια τους στολισμένα με στεφάνια από φύλλα δροσερά και το κυνηγετικό κέρας κρεμασμένο στο πλευρό τους. Ωστόσο δεν είχαν μαζί τους κυνηγιάρικα σκυλιά, γιατί είχαν βγει για να μαζέψουν λουλούδια· όχι για να κυνηγήσουν. Η ζέστη είχε σφίξει όταν φτάσανε σ’ ένα όμορφο ξέφωτο όπου γάργαρο νερό ανάβλυζε από μια πηγή. Εκεί ξεκαβαλικέψανε και κάθισαν να φάνε, να πιούνε και να διασκεδάσουνε. Κάποια στιγμή, η Βασίλισσα ένιωσε τη διάθεση να κοιμηθεί, κι έτσι της άπλωσαν μανδύες πάνω στο γρασίδι δίπλα στην πηγή, κι ο Ριλιανός και η ακολουθία του πήγαν κάπου παράμερα για να μην την ξυπνήσουν με τα γέλια τους και τις κουβέντες τους. Εκεί λοιπόν που αναπαυόταν, κάποια στιγμή, ένα τεράστιο φίδι ξετρύπωσε μέσα απ’ το πυκνό δάσος και δάγκωσε το χέρι της Βασίλισσας. Όλοι άκουσαν την κραυγή της κι έτρεξαν βιαστικά κοντά της, κι ο Ριλιανός ήταν ο πρώτος που βρέθηκε δίπλα της. Το μάτι του πήρε το ερπετό που απομακρυνόταν κι όρμησε καταπάνω του τραβώντας το σπαθί του. Ήταν πελώριο, λαμπερό και πράσινο σαν το δηλητήριο, γι’ αυτό και το είδε ξεκάθαρα. Όμως το φίδι χώθηκε μέσα στους πυκνούς θάμνους και δεν μπόρεσε να το φτάσει. Έτσι γύρισε πίσω, κοντά στη μητέρα του όπου τους βρήκε όλους να ’χουν πέσει πάνω της και να κάνουν ό,τι πέρναγε απ’ το χέρι τους για να τη βοηθήσουν. Όμως ο Ριλιανός ήξερε πως όλες τους οι προσπάθειες ήταν μάταιες γιατί, με μια του ματιά, κατάλαβε ότι κανένας γιατρός στον κόσμο δεν μπορούσε πια να τη γιατρέψει. Με την τελευταία ικμάδα ζωής που της είχε απομείνει, η Βασίλισσα φάνηκε σαν να πάλευε κάτι να του πει. Δεν ήταν σε θέση όμως να μιλήσει καθαρά και, όποιο κι αν ήταν το μήνυμα που ήθελε να δώσει, πέθανε παίρνοντάς το μαζί της. Δεν είχε περάσει ούτε ένα δεκάλεπτο από τη στιγμή που ακούστηκε η κραυγή της.
Η νεκρή Βασίλισσα μεταφέρθηκε πίσω στο Κάιρ Πάραβελ. Ο Ριλιανός, ο Βασιλιάς κι ολάκερη η Νάρνια τη θρήνησαν πικρά. Υπήρξε μια μεγάλη κυρία κι έζησε με σοφία, χάρη και ευτυχία. Ήταν η σύντροφος του Βασιλιά Κασπιανού και την είχε φέρει κοντά του από τις εσχατιές της ανατολικής πλευράς του κόσμου. Είχαν να λένε ότι αστρικό αίμα κύλαγε σας φλέβες της. Ο Πρίγκιπας πήρε το θάνατο της μητέρας του κατάκαρδα, πράγμα φυσικό. Μετά το θάνατό της, κάθε μέρα, έφευγε καβάλα στ’ άλογό του για τα βορινά όρια της Νάρνια με μοναδικό σκοπό να κυνηγήσει το δηλητηριώδες ερπετό, να το σκοτώσει και να πάρει εκδίκηση. Κανένας δεν έλεγε λέξη στον Πρίγκιπα αν και τον βλέπανε να γυρίζει από τις περιπλανήσεις του αυτές αποκαμωμένος και κάπως σαν χαμένος. Είχε περάσει ένας μήνας από το θάνατο της μητέρας του και τότε μερικοί είπαν ότι πρόσεξαν κάποια αλλαγή στον Πρίγκιπα. Είπαν ότι τα μάτια του είχαν την έκφραση ανθρώπου που έχει δει κάποιο όραμα κι ακόμη ότι, ενώ όλη τη μέρα περιπλανιόταν έξω, το άλογό του δεν είχε σημάδια κόπωσης. Ο πιο στενός του φίλος, από τους παλιότερους αυλικούς, ήταν ο Λόρδος Δρινιανός. Αυτόν είχε για καπετάνιο ο πατέρας του σ’ εκείνο το μακρύ ταξίδι στ’ ανατολικά της γης.
Ένα βραδάκι λοιπόν ο Δρινιανός είπε στον Πρίγκιπα: «Ο Υψηλότατος θα πρέπει σύντομα να εγκαταλείψει την έρευνά του για το ερπετό. Δε νοείται να ζητάει κανείς εκδίκηση από ένα ον δίχως νου ανθρώπου. Άδικος ο κόπος». Τότε του αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας: «Αγαπητέ μου Κύριε, το φίδι το έχω σχεδόν ολότελα ξεχάσει αυτές τις τελευταίες εφτά μέρες». Ο Δρινιανός τον ρώτησε γιατί τότε συνέχιζε να πηγαίνει στα δάση του βορρά. «Κύριέ μου» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας, «πηγαίνω, γιατί εκεί συνάντησα την ωραιότερη ύπαρξη που έγινε ποτέ». «Καλέ μου Πρίγκιπα» είπε ο Δρινιανός, «θα σε παρακαλούσα να μου επιτρέψεις να έρθω μαζί σου αύριο ώστε να μπορέσω να δω κι εγώ αυτή την όμορφη ύπαρξη». «Μετά χαράς» απάντησε ο Ριλιανός.
Έτσι την επόμενη μέρα νωρίς νωρίς, σέλωσαν τ’ άλογα και ξεχύθηκαν με γρήγορο καλπασμό κατά τα δάση του βορρά και ξεπέζεψαν σ’ εκείνη την ίδια πηγή όπου η Βασίλισσα είχε βρει το θάνατο. Του Δρινιανού του φάνηκε πολύ παράξενο που από ολάκερο το δάσος ο Πρίγκιπας διάλεξε εκείνο το συγκεκριμένο σημείο για να ξαποστάσει. Έμειναν εκεί μέχρι το καταμεσήμερο: και τότε, κάποια στιγμή, ο Δρινιανός σήκωσε τα μάτια και αντίκρισε την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ του. Στεκόταν στη βορινή άκρη της πηγής· δεν είπε λέξη· μόνο έγνεψε στον Πρίγκιπα σαν να τον καλούσε να πάει σιμά της. Ήταν ψηλή και μεγαλόπρεπη, λαμπερή, και τυλιγμένη μ’ ένα πέπλο τόσο πράσινο όσο το δηλητήριο. Ο Πρίγκιπας είχε τα μάτια καρφωμένα πάνω της και τη θωρούσε σαν αλλοπαρμένος. Μα ξάφνου η οπτασία χάθηκε. Ο Δρινιανός δεν κατάλαβε κατά πού. Ύστερα πήραν κι οι δυο το δρόμο της επιστροφής για το Κάιρ Πάραβελ. Ωστόσο, στο μυαλό του Δρινιανού μπήκε η ιδέα ότι αυτή η γυναίκα που έλαμπε μέσα στα πράσινα ήταν πνεύμα κακού.