Выбрать главу

Ο Δρινιανός δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί ότι δε θα ενημέρωνε το Βασιλιά για τούτη την περιπέτεια, όμως πάλι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί φλύαρος και μυθομανής. Προτίμησε λοιπόν να μη μιλήσει. Βέβαια δεν άργησε να το μετανιώσει πικρά. Γιατί την επόμενη μέρα ο Πρίγκιπας Ριλιανός έφυγε με τ’ άλογό του μοναχός. Εκείνο το βράδυ, δε γύρισε πίσω· ούτε βρέθηκε ποτέ κάποιο ίχνος του σ’ ολάκερη τη Νάρνια ή σε χώρα γειτονική, ούτε καν τ’ άλογό του ή το καπέλο του ή ο μανδύας του ή κάτι άλλο. Τότε ο Δρινιανός με πικραμένη την ψυχή, παρουσιάστηκε στον Κασπιανό και του είπε: «Μεγαλειότατε, μη λυπηθείτε ούτε στιγμή τη ζωή μου, γιατί είμαι ένας μεγάλος προδότης: με τη σιωπή μου έφερα το χαμό του Πρίγκιπα». Και του ανιστόρησε τα όσα είχαν συμβεί. Τότε ο Κασπιανός άρπαξε ένα τσεκούρι κι όρμησε καταπάνω του για να τον σκοτώσει, ενώ ο Δρινιανός έστεκε ασάλευτος περιμένοντας το θανατερό χτύπημα. Όμως τη στιγμή που ύψωσε το χέρι του, ο Κασπιανός ξάφνου το πέταξε μακριά φωνάζοντας: «Έχασα τη βασίλισσά μου και το γιο μου· να χάσω και το φίλο μου;» Κι έπεσε στην αγκαλιά του Άρχοντα Δρινιανού κι έκλαψαν κι οι δυο πικρά κι η φιλία τους παρέμεινε δυνατή.

Αυτή ήταν η ιστορία του Ριλιανού. Μόλις τέλειωσε, η Τζιλ είπε: «Πάω στοίχημα ότι το φίδι και η γυναίκα είναι ένα και το αυτό».

«Το αυτό! Το αυτό! Το πιστεύουμε κι εμείς αυτό» έκρωξαν οι κουκουβάγιες.

«Όμως δεν πιστεύουμε να σκότωσε τον Πρίγκιπα» είπε η Θαμποφτερού, «γιατί ούτε κόκαλα…»

«Καλά! Το ξέρουμε κι εμείς ότι δεν τον σκότωσε!» είπε ο Ευστάθιος. «Ο Ασλάν είπε της Τζιλ ότι εξακολουθεί να βρίσκεται κάπου ζωντανός.»

«Τόσο το χειρότερο» είπε η πιο γριά κουκουβάγια. «Αυτό σημαίνει ότι τον έχει κάνει όργανό της κι ότι υπάρχει κάποιο ύπουλο σχέδιο σε βάρος της Νάρνια. Τα πολύ πολύ παλιά χρόνια, όταν όλα άρχισαν, μια Λευκή Μάγισσα είχε έρθει από το Βορρά και είχε δέσει τη χώρα μας με μάγια, να ’ναι μες στο χιόνι και στον πάγο για εκατό χρόνια. Πιστεύουμε ότι κι ελόγου της είναι του αυτού φυράματος.»

«Μπορεί να ’ναι κι έτσι. Ακούστε με τώρα» είπε ο Ευστάθιος. «Η Πόουλ κι εγώ έχουμε αναλάβει να βρούμε τον Πρίγκιπα. Μπορείτε να μας βοηθήσετε;»

«Έχετε κάποιο σημάδι για να ξεκινήσετε;» ρώτησε η Θαμποφτερού.

«Μάλιστα» είπε ο Ευστάθιος. «Ξέρουμε ότι πρέπει να πάμε βόρεια. Και ακόμη ξέρουμε ότι πρέπει να φτάσουμε στα ερείπια μιας γιγαντιαίας πόλης.»

Μόλις τα είπε αυτά, τα κουκουβάου-κουκουβού πήγαν σύννεφο. Σαματάς από τα πόδια των πουλιών καθώς τ’ ανασήκωναν και από τα φτερά τους που τα χτυπούσαν, και μεμιάς οι κουκουβάγιες άρχισαν να μιλάνε όλες μαζί. Όλες τους πιάσαν να εξηγούν στα παιδιά πόσο λυπόνταν που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν κι αυτές στην ερευνά τους για το χαμένο Πρίγκιπα. «Βλέπετε, εσείς θα θέλετε να ταξιδεύετε μέρα, κι εμείς θα θέλουμε να ταξιδεύουμε νύχτα» είπαν. «Τι να γίνει; Τι να γίνει;» Κανά δυο κουκουβάγιες πρόσθεσαν ότι ακόμα και σ’ αυτόν τον ερειπωμένο πύργο δεν είχε πια αρκετό σκοτάδι όπως την ώρα που άρχισαν κι ότι η συνεδρίαση είχε παραπάρει μάκρος. Εδώ που τα λέμε, και μόνο που αναφέρθηκε το ταξίδι για την ερειπωμένη πόλη των γιγάντων, πανικός σκόρπισε ανάμεσα στα πουλιά. Τέλος, η Θαμποφτερού είπε:

«Αν θέλουν τα παιδιά να τραβήξουν κατά κει – στο Έτινσμορ – πρέπει να τα πάμε σε κάποιον από τους Βαλτο-Ψηλολέλεκες. Μοναχά αυτοί μπορούν να τα βοηθήσουν».

«Αληθινά, αληθινά. Μοναχά, μοναχά» έκρωξαν οι κουκουβάγιες.

«Ελάτε λοιπόν» είπε η Θαμποφτερού. «Εγώ θα πάρω ένα παιδί. Ποια θα πάρει το άλλο; Αυτό πρέπει να γίνει απόψε.»

«Εγώ θα πάρω τ’ άλλο: όμως να εξηγούμαστε· μόνο μέχρι τους Βαλτο-Ψηλολέλεκες» είπε μια άλλη κουκουβάγια.

«Έτοιμη;» ρώτησε η Θαμποφτερού την Τζιλ.

«Τι έτοιμη! Αυτή ροχαλίζει!» είπε ο Ευστάθιος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ο Λασπομούρμουρος

Η Τζιλ είχε αποκοιμηθεί. Από την έναρξη ακόμα της συνεδρίασης εκείνη δεν κρατιόταν από το χασμουρητό και τώρα την είχε πια πάρει ο ύπνος για τα καλά. Φυσικά, δε χάρηκε διόλου όταν την ξύπνησαν ούτε κι όταν διαπίστωσε ότι ήταν ξαπλωμένη πάνω σε γυμνές σανίδες σε τούτο δω το θεοσκότεινο μέρος που θύμιζε καμπαναριό κι ήταν φίσκα στη σκόνη και στις κουκουβάγιες. Χάρηκε ακόμα λιγότερο όταν άκουσε ότι έπρεπε να ξεκινήσουν για κάπου αλλού – κατά τα φαινόμενα όχι για κανένα κρεβάτι – καβάλα σε μια Κουκουβάγια.