Выбрать главу

«Άντε, μωρέ Πόουλ, κουνήσου!» ακούστηκε ο Ευστάθιος. «Επιτέλους, εδώ πρόκειται να ζήσουμε μια περιπέτεια.»

«Έχω μπαφιάσει με τις περιπέτειες» είπε τσατισμένη η Τζιλ.

Ωστόσο, συμβιβάστηκε με τη σκέψη να σκαρφαλώσει στην πλάτη της Θαμποφτερούς, όπου και ξύπνησε ολότελα (για λίγο) από το απροσδόκητο κρύο αεράκι, καθώς η κουκουβάγια πετούσε μέσα στη νύχτα. Το φεγγάρι είχε χαθεί και στον ουρανό δεν υπήρχαν αστέρια. Πίσω της, μακριά, φαινόταν ένα μοναδικό παράθυρο φωτισμένο αρκετά πιο ψηλά από το έδαφος· σίγουρα, σε κάποιον από τους πύργους του Κάιρ Πάραβελ. Και τι δε θα ’δινε να ’ταν πίσω σ’ εκείνη την υπέροχη κρεβατοκάμαρα, και να χουζουρεύει στο κρεβάτι κοιτώντας το αντιφέγγισμα της φωτιάς πάνω στους τοίχους. Έχωσε τα χέρια κάτω από την κάπα της και την τράβηξε σφιχτά στο κορμί της. Έμοιαζε απόκοσμο ν’ ακούς μέσα στο σκοτάδι δυο φωνές, που το αεράκι έφερνε από κάποια απόσταση· ο Ευστάθιος κι η κουκουβάγια του κουβεντιάζαν. «Μωρέ, χαρά στο κέφι του» είπε μέσα της η Τζιλ. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο Ευστάθιος είχε ξαναζήσει μεγάλες περιπέτειες σ’ εκείνο τον κόσμο κι ότι ο αέρας της Νάρνια του ξανάδινε μια δύναμη που την είχε ξανανιώσει τότε που είχαν σαλπάρει για τ’ Ανατολικά Πέλαγα με το Βασιλιά Κασπιανό.

Η Τζιλ κάθε τόσο τσιμπιόταν για να κρατιέται ξυπνητή, γιατί ήξερε ότι έτσι και λαγοκοιμόταν στην πλάτη τής Θαμποφτερούς το πιθανότερο ήταν να γκρεμοτσακιστεί. Όταν πια τερμάτισαν την πτήση τους οι δυο κουκουβάγιες, η Τζιλ ξεκαβαλίκεψε από την πλάτη της Θαμποφτερούς, ολότελα πιασμένη, και είδε ότι πάταγε σε ίσιωμα. Φυσούσε παγωμένος αέρας και απ’ ό,τι φαινόταν ο τόπος αυτός ήταν άδεντρος. «Κουκουβάου, κουκουβού. Πού ’σαι, Λασπομούρμουρε, πού; Ξύπνα. Εντολή από το Λιοντάρι.»

Για πολλή ώρα δεν ακούστηκε καμιά απόκριση. Ύστερα, από αρκετά μακριά, φάνηκε να κοντοζυγώνει κάποιο αχνό φως. Μαζί του και κάποια φωνή.

«Κουκουβάγιες εν όψει!» είπε η φωνή. «Τι τρέχει; Πέθανε ο Βασιλιάς; Ή μπας κι έχουμε απόβαση του εχθρού στη Νάρνια; Καμιά πλημμύρα μήπως; Ή τίποτε δράκοι;»

Όταν το φως έφτασε πια κοντά τους, είδαν ότι έβγαινε από ένα μεγάλο φανάρι. Η Τζιλ δεν μπορούσε να δει καθαρά αυτόν που το κρατούσε. Το μόνο που ξεχώριζε απ’ αυτόν ήταν χέρια και πόδια. Οι κουκουβάγιες του μίλησαν, του εξήγησαν τα πάντα, αλλά η κούραση δεν την άφηνε ν’ ακούσει. Έκανε τ’ αδύνατα δυνατά για να κρατηθεί ξύπνια όταν αντιλήφθηκε ότι την αποχαιρετούσαν. Αλλά κι αργότερα δεν μπόρεσε να ξεκαθαρίσει στο μυαλό της τίποτε άλλο παρά ότι, κάποια στιγμή, αυτή κι ο Ευστάθιος χρειάστηκε να καμπουριάσουν για να περάσουν μια χαμηλή πόρτα κι ύστερα (Δόξα τω Θεώ!) βρέθηκαν ξαπλωμένοι σε κάτι μαλακό και ζεστό, ενώ μια φωνή τους έλεγε:

«Ορίστε. Το καλύτερο που μπορούμε να σας προσφέρουμε. Θα ξαπλώσετε βέβαια στα κρύα και στα σκληρά. Και στα βρεμένα, όσο γι’ αυτό, δε θέλει ρώτημα. Δεν το βλέπω να κλείνετε βλέφαρο· ακόμα κι αν δεν έχουμε καμιά καταιγίδα ή πλημμύρα, ή δεν πέσει η σκηνή πάνω μας να μας καταπλακώσει, όπως το συνηθίζει. Πρέπει να βολευτούμε όπως όπως…» αλλά, πριν αποτελειώσει η φωνή αυτό που έλεγε, η Τζιλ κοιμόταν κιόλας βαθιά.

Όταν ξύπνησαν τα παιδιά αργούτσικα το επόμενο πρωί είδαν ότι ήταν ξαπλωμένα σε στεγνά και ζεστά αχυροστρώματα σ’ ένα σκοτεινό χώρο. Το φως έμπαινε από ένα τριγωνικό άνοιγμα.

«Πού στο καλό είμαστε;» είπε η Τζιλ.

«Στη σκηνή ενός Βαλτο-Ψηλολέλεκα» είπε ο Ευστάθιος.

«Ενός ποιανού;»

«Ενός Βαλτο-Ψηλολέλεκα. Μη με ρωτάς τώρα για τι πλάσμα πρόκειται. Σάμπως το καλοείδα χτες βράδυ; Εγώ σηκώνομαι. Πάμε να το βρούμε.»

«Τι απαίσια που νιώθεις όταν έχεις κοιμηθεί με τα ρούχα σου!» είπε η Τζιλ και κάθισε στο στρώμα.

«Εγώ πάλι ότι σκεφτόμουνα τι ωραία που είναι όταν δεν είσαι αναγκασμένος να ντυθείς» είπε ο Ευστάθιος.

«Ή να πλυθείς, φαντάζομαι» είπε η Τζιλ υποτιμητικά. Όμως ο Ευστάθιος ήταν κιόλας όρθιος· χασμουρήθηκε, τεντώθηκε, και βγήκε έξω από το σκηνή. Η Τζιλ τον μιμήθηκε.

Αυτό που αντίκρισαν έξω δεν είχε την παραμικρή σχέση με τη Νάρνια που είχαν δει την προηγούμενη μέρα. Βρίσκονταν σε μια περιοχή απέραντη κι επίπεδη, κατακερματισμένη σε αναρίθμητα νησάκια τριγυρισμένα από αναρίθμητα κανάλια. Τα νησιά ήταν σκεπασμένα με αγριόχορτο και στις άκρες τους φύτρωναν καλάμια και βούρλα. Πού και πού έβλεπες πρασιές από βούρλα που φτάναν κοντά τα τέσσερα στρέμματα. Σμήνη πουλιών ξαπόσταιναν όλη ώρα πάνω στα βούρλα για να ξαναπετάξουν σε λίγο – πάπιες, βαλτομπεκάτσες, νυχτοκόρακες, ερωδιοί. Τόπους τόπους έβλεπες να ξεπετάγονται πολλές σκηνές σαν εκείνη που πέρασαν τη νύχτα, αλλά σε αρκετή απόσταση η μια από την άλλη· κι αυτό γιατί οι Βαλτο-Ψηλολέλεκες αγαπούν τη μοναξιά. Αν εξαιρέσει κανείς το δάσος που φαινόταν στα νοτιοδυτικά, δεν υπήρχε δέντρο τριγύρω ούτε για δείγμα. Στ’ ανατολικά, τα βαλτοτόπια καταλήγανε σε χαμηλούς αμμόλοφους που διακρίνονταν στον ορίζοντα. Ο άνεμος που φυσούσε από κείνη τη μεριά έφερνε μια γεύση αλμύρας, ένδειξη πως εκεί ήταν η θάλασσα. Στα βόρεια, φαίνονταν λόφοι χαμηλοί με χρώματα απαλά και κατά τόπους βράχια που υψώνονταν σαν φρούρια. Ό,τι απόμενε ήταν ένα πλάτωμα από βάλτους. Ένα τοπίο που κάποιο βροχερό απόβραδο θα το ’λεγες καταθλιπτικό. Όμως κάτω από τον πρωινό ήλιο, μ’ ένα δροσερό αεράκι να φυσάει και να γεμίζει από φωνές πουλιών, υπήρχε κάτι θεσπέσιο και δροσερό και καθάριο σ’ αυτό το μοναχικό τοπίο. Τα παιδιά ένιωσαν να ξαναβρίσκουν το κέφι τους.