Выбрать главу

«Πού στο καλό έχει πάει ο απαυτούλης ήθελα να ’ξερα» είπε η Τζιλ.

«Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας» είπε ο Ευστάθιος με μια δόση περηφάνιας που ήξερε τη λέξη. «Φαντάζομαι πως –Γεια χαρά! – αυτός θα ’ναι». Την ίδια στιγμή τον είδαν κι οι δυο καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά, να κάθεται με την πλάτη γυρισμένη και να ψαρεύει. Δεν μπόρεσαν να τον ξεχωρίσουν νωρίτερα, γιατί το χρώμα των ρούχων του δεν ήταν διαφορετικό από των βάλτων και γιατί καθόταν τόσο ασάλευτος.

«Μου φαίνεται ότι πρέπει να πάμε εμείς να του μιλήσουμε» είπε η Τζιλ. Ο Ευστάθιος συμφώνησε. Ένιωθαν κι οι δυο τους κάποια νευρικότητα.

Καθώς πλησίαζαν, αυτός γύρισε το κεφάλι και μπροστά τους είδαν ένα πλάσμα με μακρουλό, αδύνατο πρόσωπο, με μάγουλα βαθουλωτά, στόμα σφιχτά κλεισμένο, σουβλερή μύτη, δίχως γένι. Φορούσε ένα τεράστιο πλατύγυρο καπέλο, που στην κορυφή του πέταγε μια μύτη σαν βέλος, απ’ αυτά που ’χουν τα καμπαναριά. Τα μαλλιά του, αν μπορεί κανείς να τα πει έτσι, χρώμα γκριζοπράσινο, κρέμονταν πάνω από τις τεράστιες αυτάρες του, και κάθε τούφα – πιο κοντά σε πράσο παρά σε μπούκλα – ήταν τόσο ίσια, που έμοιαζε με μάτσο από μικροσκοπικά βούρλα. Είχε έκφραση σοβαρή, επιδερμίδα λασπερή και δεν ήθελες και πολύ για να καταλάβεις ότι στη ζωή τα ’βλεπε όλα μαύρα.

«Καλή σας μέρα, ξένοι!» είπε. «Εγώ βέβαια μπορεί να λέω καλή, αλλά αυτό δεν πάει να πει πως αποκλείεται να το γυρίσει σε βροχή ή ακόμα και σε χιόνι, ή ομίχλη ή καταιγίδα. Δε θα κλείσατε μάτι, δε θέλει ρώτημα.»

«Κι όμως κλείσαμε» είπε η Τζιλ. «Περάσαμε ένα θαυμάσιο βράδυ.»

«Α, έτσι» έκανε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας κουνώντας το κεφάλι του. «Βλέπω ότι προσαρμόζεστε και στις χειρότερες συνθήκες. Μπράβο. Σας έχουν δώσει καλή ανατροφή, φως φανάρι. Σας έχουν διδάξει να βλέπετε την καλή πλευρά σε κάθε πράγμα.»

«Παρακαλώ, δεν ξέρουμε το όνομά σας» είπε ο Ευστάθιος.

«Ονομάζομαι Λασπομούρμουρος. Αλλά δεν πειράζει καθόλου αν το ξεχάσετε. Κι εγώ τι κάνω; Γι’ αυτό είμαι εδώ για να σας το ξαναθυμίζω.»

Τα δυο παιδιά κάθισαν μ’ αυτόν ανάμεσά τους. Τώρα παρατηρούσαν ότι είχε πολύ μακριά πόδια και χέρια, κι ενώ ο κορμός του δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από ενός νάνου, ωστόσο, όρθιος, θα πρέπει να ήταν ψηλότερος από πολλούς ανθρώπους. Τα δάχτυλα των χεριών του ήταν ενωμένα με μεμβράνη σαν του βάτραχου, το ίδιο και τα γυμνά του πόδια που τα κουνούσε πέρα δώθε μέσα στα λασπόνερα. Τα ρούχα του είχαν χωμάτινο χρώμα και κρέμονταν μπόλικα πάνω του.

«Προσπαθώ να πιάσω μερικά χέλια να τα κάνω ψητά για το γεύμα μας» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δεν αποκλείεται βέβαια να μην πιάσω και κανένα. Πάλι και να πιάσω, δεν πάει να πει ότι θα ξετρελαθείτε να τα φάτε.»

«Και γιατί όχι;» ρώτησε ο Ευστάθιος.

«Γιατί λογικά δεν μπορεί να σας αρέσουν τα δικά μας φαγητά, αν και είμαι σίγουρος ότι εσείς θα δείξετε τον ανάλογο ενθουσιασμό. Όπως και να ’χει το πράμα, ώσπου να τσιμπήσει κανένα, εσείς οι δυο, για κοιτάξτε ν’ ανάψετε τη φωτιά – δε βλάφτει να κάνετε μια προσπάθεια! Τα ξύλα θα τα βρείτε πίσω από τη σκηνή. Φυσικά θα ’ναι βρεμένα. Ή θα την ανάψετε μέσα στη σκηνή, οπότε θα ’χουμε όλο τον καπνό στα μάτια, ή θα την ανάψετε έξω, οπότε μπορεί να βρέξει και να σβήσει. Ορίστε, πάρτε το τσακμάκι μου. Φαντάζομαι πως δεν έχετε ιδέα πώς να το χρησιμοποιήσετε.»

Ο Ευστάθιος όμως τα είχε μάθει κάτι τέτοια από την τελευταία του περιπέτεια. Τα παιδιά τρέξανε πίσω από τη σκηνή, βρήκαν τα ξύλα (που ήταν εντελώς στεγνά) και κατάφεραν ν’ ανάψουν τη φωτιά και μάλιστα με πολύ λιγότερη δυσκολία απ’ ό,τι συνήθως. Ύστερα ο Ευστάθιος κάθισε δίπλα στη φωτιά να ’χει το νου του μην τυχόν και σβήσει κι η Τζιλ πήγε στο πιο κοντινό κανάλι για να πλυθεί – ο Θεός να το κάνει πλύσιμο. Ύστερα φρόντισε εκείνη τη φωτιά και πήγε ο Ευστάθιος να πλυθεί. Και οι δυο τους νιώσανε πολύ πιο ευχάριστα, μόνο που είχε αρχίσει να τους κόβει η πείνα.