Τα δυο παιδιά έμειναν σιωπηλά για λίγο. Οι σταγόνες κύλαγαν από τα δαφνόφυλλα.
Μετά η Τζιλ ρώτησε: «Πώς κι ήσουνα τόσο αλλαγμένος το τελευταίο εξάμηνο;»
«Μου ’τυχαν ένα σωρό παράξενα πράματα» είπε με πολύ μυστήριο ο Ευστάθιος.
«Τι πράματα, δηλαδή;» ρώτησε η Τζιλ.
Για κάμποση ώρα ο Ευστάθιος δε μίλησε καθόλου. Ύστερα είπε: «Δε μου λες, βρε Πόουλ, αυτό το σχολείο το μισούμε κι οι δυο μας όσο δεν παίρνει, έτσι δεν είναι;»
«Τουλάχιστον για μένα έτσι είναι» είπε η Πόουλ.
«Επομένως, μπορώ πραγματικά να σου ’χω εμπιστοσύνη.»
«Μωρ’ τι μας λες! Καλοσύνη σου!» είπε η Τζιλ.
«Μόνο που εδώ πρόκειται για ένα πραγματικά φοβερό μυστικό. Για πες μου, Πόουλ, είσαι από τους τύπους που πιστεύουν; Θέλω να πω δηλαδή θα πίστευες πράματα που όλοι οι άλλοι εδώ θα τα κοροϊδεύανε;»
«Δε μου ’χει τύχει μέχρι τώρα» είπε η Τζιλ, «αλλά νομίζω πως θα πίστευα».
«Θα με πίστευες δηλαδή αν σου έλεγα ότι, στις διακοπές, είχα φύγει εντελώς από τον κόσμο – θέλω να πω, ότι ήμουνα έξω από αυτόν τον κόσμο;»
«Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις.»
«Λοιπόν. Ας παρατήσουμε τους κόσμους. Ας πούμε πως σου λέω ότι βρέθηκα σ’ ένα μέρος όπου τα ζώα μπορούν και μιλάνε κι ότι εκεί υπάρχουν – εεε – μάγια και δράκοι – και – ξέρεις τώρα, όλα αυτά που διαβάζουμε στα παραμύθια.» Όση ώρα μιλούσε, ο Ευστάθιος ένιωθε φοβερή αμηχανία και το μούτρο του είχε γίνει σαν παπαρούνα.
«Και καλά εσύ πώς βρέθηκες εκεί δηλαδή;»
«Πώς βρέθηκα; Ο μόνος τρόπος να πας εκεί – με Μάγια» είπε ο Ευστάθιος σχεδόν ψιθυριστά. «Ήμουνα με δυο ξαδέλφια μου. Το μόνο που κάναμε – δηλαδή, να, έτσι, στο πι και φι. Αυτοί είχαν ξαναπάει.»
Καθώς μιλούσαν έτσι ψιθυριστά, η Τζιλ ένιωσε πως δεν ήθελε και πολύ για να τον πιστέψει. Ξαφνικά όμως μια φοβερή υποψία τής μπήκε στο μυαλό και είπε (με τέτοια αγριάδα μάλιστα, που για κάποια στιγμή έμοιαζε φτυστή τίγρης):
«Κοίτα καλά, Στούμποου! Έτσι και πάρω είδηση πως με δουλεύεις, δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω ποτέ, ποτέ, ποτέ».
«Δε σε δουλεύω, μωρέ!» είπε ο Ευστάθιος. «Παίρνω όρκο. Ορκίζομαι στο – σ’ ό,τι θες.»
(Τον καιρό που ήμουνα εγώ μαθητής, αυτό που λέγαμε εμείς ήταν: «Ορκίζομαι στη Βίβλο». Στην Πειραματική Σχολή όμως, πολύ που την ξέρανε!)
«Εντάξει» είπε η Τζιλ, «σε πιστεύω».
«Και δε θα πεις κουβέντα σε κανέναν;»
«Για ποια με πήρες;»
Καθώς τα λέγαν όλα αυτά είχαν ανάψει. Ωστόσο, όταν τέλειωσαν την κουβέντα τους και η Τζιλ κοίταξε τριγύρω και είδε εκείνο το μουρτζούφλη φθινοπωρινό ουρανό κι άκουσε τις σταγόνες που πέφταν από τα φύλλα και θυμήθηκε την απελπισία που σου ’ρχόταν στην Πειραματική Σχολή (όλη η περίοδος ήταν δεκατρείς εβδομάδες και είχανε μπροστά τους τις έντεκα), τότε είπε:
«Και τελικά τι βγαίνει απ’ όλη αυτή την ιστορία; Εμείς δεν είμαστε εκεί: είμαστε εδώ. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να πάμε εκεί με τίποτα. Ή μπας και μπορούμε;»
«Αυτό με βασανίζει» είπε ο Ευστάθιος. «Όταν γυρίσαμε από το Μέρος Εκείνο, Κάποιος είπε ότι τα δυο τα Πηβενσόπουλα (αυτά είναι τα ξαδέλφια μου) δε θα μπορούσαν να ξαναπάνε εκεί. Βλέπεις, ήταν η τρίτη τους φορά. Νομίζω ότι τους φτάνει. Δεν είπε όμως ότι δεν μπορώ να πάω εγώ. Αν εννοούσε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα το ’λεγε, εκτός κι αν εννοεί ότι εγώ πρέπει να ξαναγυρίσω! Καθώς καταλαβαίνεις, λοιπόν, με βασανίζει αυτό, άραγε μπορούμε – θα μπορούσαμε;»
«Θες να πεις, ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να συμβεί αυτό;»
Ο Ευστάθιος κούνησε το κεφάλι του.
«Θες να πεις, δηλαδή, ότι μπορούμε, ας πούμε, να ζωγραφίσουμε έναν κύκλο στο χώμα και να γράψουμε μέσα διάφορα αλαμπουρνέζικα – να σταθούμε μέσα – και να πούμε ξόρκια και μαγικά;»
«Να σου πω» είπε ο Ευστάθιος αφού έστυψε το μυαλό του για λίγο. «Κάτι τέτοιο σκεφτόμουνα αν και δεν το ’κανα ποτέ μου. Τώρα όμως που το ’φερε η κουβέντα, σκέφτομαι πως όλα αυτά, οι κύκλοι και τα διάφορα μάλλον είναι μπούρδες. Και δε νομίζω ότι θα του άρεσαν κιόλας. Θα φαινόταν ότι μας περνάει από το μυαλό πως τον έχουμε του χεριού μας. Όμως, στην πραγματικότητα, δεν έχουμε παρά να του το ζητήσουμε…»
«Δε μου λες, βρε παιδάκι μου! Συνέχεια μου μιλάς για κάποιον. Ποιος είναι αυτός τέλος πάντων;»
«Σ’ εκείνο τον τόπο, τον λένε Ασλάν» είπε ο Ευστάθιος.
«Μώρ’ τι παράξενο όνομα!»
«Αυτό δεν είναι τίποτα. Πού να δεις τι παράξενος είναι αυτός» είπε ο Ευστάθιος με σοβαρότητα. «Άσ’ το αυτό τώρα. Πάμε παρακάτω. Δε χάνουμε τίποτα, απλά να το ζητήσουμε. Θα σταθούμε πλάι πλάι, να έτσι. Και θα τεντώσουμε τα χέρια μας μπροστά με τις παλάμες προς τα κάτω: έτσι όπως έκαναν στο νησί του Ραμάντου…»
«Του ποιανού;»
«Αυτό θα σου το διηγηθώ μια άλλη φορά. Και ίσως θα ’θελε να κοιτάμε κατά την ανατολή. Για να δούμε, κατά πού πέφτει η ανατολή.»