«Μακάρι να ’ξερα!» είπε η Τζιλ.
«Αυτό λοιπόν που είναι καταπληκτικό μ’ εσάς τα κορίτσια είναι ότι δεν μπορείτε ποτέ να προσανατολιστείτε» είπε ο Ευστάθιος.
«Γιατί μπορείς εσύ;» αρπάχτηκε η Τζιλ.
«Βεβαίως και μπορώ. Μοναχά να μη μ’ έκοβες όλη την ώρα! Τώρα το βρήκα. Εκεί είναι η ανατολή, φάτσα στις δάφνες. Τώρα, θα επαναλαμβάνεις ό,τι λόγια θα λέω;»
«Τι λόγια;» ρώτησε η Τζιλ.
«Τι λόγια! Αυτά που θ’ ακούσεις» απάντησε ο Ευστάθιος. «Λοιπόν.»
Κι άρχισε να λέει: «Ασλάν, Ασλάν, Ασλάν!»
«Ασλάν, Ασλάν, Ασλάν» επανάλαβε η Τζιλ.
«Σε παρακαλούμε, βόηθησέ μας να πάμε κι οι δυο μας…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, από την άλλη άκρη του γυμναστηρίου ακούστηκε μια πολύ δυνατή φωνή. «Πόουλ; Αμ’ ξέρω εγώ πού βρίσκεται. Θα πλαντάζει στο κλάμα πίσω από το γυμναστήριο. Είστε να τη φέρω σηκωτή;»
Η Τζιλ κι ο Ευστάθιος κοιτάχτηκαν, δώσανε μια βουτιά κάτω από τις δάφνες κι άρχισαν πανικόβλητοι να σούρνονται πάνω στο χώμα ανηφορίζοντας την απότομη πλαγιά που ’ταν σκεπασμένη με θάμνους. Η ταχύτητά τους άξιζε χειροκρότημα. (Χάρη στις περίεργες μεθόδους διδασκαλίας που επικρατούσαν στην Πειραματική Σχολή, μπορεί να μη μάθαινες σπουδαία γαλλικά ή μαθηματικά ή λατινικά ή τέτοιου είδους πράματα, αυτό όμως που μάθαινες θαυμάσια ήταν πώς να το σκας γρήγορα κι αθόρυβα όταν σε ψάχνανε Αυτοί.)
Μετά από ενός λεπτού σούρσιμο σταμάτησαν κι έστησαν αυτί. Από τη φασαρία που ακουγόταν, κατάλαβαν ότι τους είχαν πάρει το κατόπι.
«Μωρέ δεν ήταν να ξανάνοιγε αυτή η πόρτα!» είπε ο Ευστάθιος καθώς συνέχιζαν και η Τζιλ συμφώνησε. Το είπε αυτό γιατί εκεί που τέλειωναν οι θάμνοι, υπήρχε ένας ψηλός πέτρινος τοίχος με μια πόρτα που έβγαζε σ’ ένα ρεικότοπο. Κατά κανόνα, η πόρτα αυτή ήταν κλειδωμένη. Ωστόσο κάποιες φορές είχε βρεθεί ανοιχτή (μπορεί κάποιες, μπορεί και μια μόνο. Όπως καταλαβαίνετε, ακόμα και μια μοναδική φορά ήταν αρκετή να τους γεμίζει ελπίδες και να θέλουν να ξαναδοκιμάσουν), γιατί έτσι και τύχαινε να ’ναι ξεκλείδωτη, είχες την καταπληκτική ευκαιρία να ξεγλιστρήσεις έξω από την περιοχή του σχολείου χωρίς να σε πάρουνε χαμπάρι.
Η Τζιλ και ο Ευστάθιος, κι οι δυο τους ξαναμμένοι και μες στη βρόμα έτσι που προχωρούσαν σκυμμένοι ένα κουβάρι κάτω από τις δάφνες, έφτασαν στον τοίχο λαχανιασμένοι. Και βεβαίως η πόρτα ήταν εκεί, κλειστή όπως πάντα.
«Την πατήσαμε!» είπε ο Ευστάθιος πιάνοντας το πόμολο· και τότε… «Θεούλη μου!!» Το πόμολο γύρισε και η πόρτα άνοιξε.
Πριν ένα λεπτό, και οι δυο τους λογάριαζαν ότι, έτσι και βρίσκανε την πόρτα ξεκλείδωτη, θα βγαίνανε στο πι και φι. Τώρα όμως, ενώ η πόρτα είχε πραγματικά ανοίξει, εκείνοι είχαν μείνει κι οι δυο στήλη άλατος. Κι αυτό γιατί τα όσα έβλεπαν δεν είχαν καμιά σχέση μ’ αυτά που περίμεναν.
Περίμεναν να δουν την γκρίζα πλαγιά με τα ρείκια ν’ ανηφορίζει ολοένα πιο ψηλά και να σμίγει με το μουντό φθινοπωρινό ουρανό. Αντίθετα, τους υποδέχτηκε λάμψη λιακάδας. Ξεχυνόταν μέσα από το άνοιγμα της πόρτας, έτσι όπως ξεχύνεται το φως μέσα στο γκαράζ όταν ανοίγεις την γκαραζόπορτα Ιούνη μήνα. Έκανε τις σταγόνες του νερού να λαμποκοπούν πάνω στο γρασίδι σαν χάντρες, και το πρόσωπο της Τζιλ να δείχνει ακόμα πιο βρόμικο εκεί που είχαν μείνει σημάδια από τα δάκρυά της. Και το φως του ήλιου ερχόταν από έναν κόσμο, που στα σίγουρα θα τον έλεγες διαφορετικό – τουλάχιστον όσο ήταν ορατός στα παιδιά. Μπροστά τους είδαν να ξανοίγεται μια έκταση όλο χλόη απαλή, η πιο απαλή και λαμπερή που είχε δει ποτέ της η Τζιλ, κι έναν καταγάλανο ουρανό, και πετούμενα που ορμούσαν πέρα δώθε και είχαν μια τέτοια λάμψη που θα μπορούσες να τα πάρεις ή για χρυσαφικά ή για τεράστιες πεταλούδες.
Μολονότι η Τζιλ χαιρόταν τα όσα έβλεπε, συνάμα ένιωθε και τρομαγμένη. Κοίταξε τον Ευστάθιο και της φάνηκε κι αυτός τρομαγμένος.
«Έλα, λοιπόν, Πόουλ» είπε εκείνος ξεψυχισμένα.
«Δε γυρνάμε πίσω λέω εγώ; Δε μου αρέσουν όλ’ αυτά!» είπε η Τζιλ.
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε πίσω τους μια φωνή (μια κακίστρικη, μοχθηρή φωνή. «Να το τό πουλάκι μου! Πόουλ!» τσίριξε. «Το ξέρουμε όλοι ότι είσαι εκεί. Για κατέβα.» Ήταν η φωνή της Έντιθ Τζακλ) η ίδια δεν ήταν ακριβώς ένα μ’ Αυτούς, αλλά η μαρτυριάρα κολλητσίδα τους ήταν στα σίγουρα.
«Γρήγορα!» είπε ο Ευστάθιος. «Να. Κράτα το χέρι μου. Μην τ’ αφήσεις με τίποτα.» Η Τζιλ δεν πρόλαβε να καλοκαταλάβει τι συνέβαινε, κι ο Ευστάθιος της είχε αρπάξει το χέρι και την τραβούσε έξω από την πόρτα, έξω από το χώρο του σχολείου, έξω από την Αγγλία, έξω από όλο αυτό που είναι ο κόσμος ο δικός μας, στον Τόπο Εκείνο.
Η φωνή της Έντιθ Τζακλ έπαψε ν’ ακούγεται το ίδιο απότομα, όπως κι η φωνή στο ραδιόφωνο όταν πατήσεις το κουμπί. Στη στιγμή τους τύλιξε ένας ήχος εντελώς διαφορετικός. Ερχόταν από κείνα τα λαμπερά πετούμενα πάνω από το κεφάλι τους, που όπως αποδείχτηκε τώρα ήταν πουλιά. Έβγαζαν έναν ήχο που σε αναστάτωνε, που όμως έφερνε περισσότερο σε μουσική – μάλλον σύγχρονη μουσική που δεν είναι και τόσο εύπεπτη στο πρώτο άκουσμα – παρά σε κελάηδημα πουλιών όπως το ξέρουμε στον δικό μας κόσμο. Ωστόσο, αν και άκουγες το τραγούδι τους, συνάμα ένιωθες στο βάθος μια απέραντη σιωπή. Αυτή η σιωπή, σε συνδυασμό με τη δροσιά του αέρα, έκανε την Τζιλ να σκέφτεται πως θα πρέπει να βρίσκονταν στην κορυφή κάποιου πανύψηλου βουνού.