Με τον Ευστάθιο να της κρατά συνέχεια το χέρι, προχωρούσαν ίσια μπροστά τους, ρίχνοντας προσεχτικές ματιές τριγύρω. Η Τζιλ έβλεπε πως πελώρια δέντρα, που έμοιαζαν με κέδρους, μόνο μεγαλύτερα, υψώνονταν όπου κι αν έπεφτε το βλέμμα σου. Όμως καθώς είχαν φυτρώσει σε κάποια απόσταση το ένα απ’ τ’ άλλο, και καθώς δεν υπήρχε βλάστηση από κάτω, είχες ορατότητα σε μεγάλη ακτίνα μέσα στο δάσος και δεξιά και αριστερά. Κι ώσπου έφτανε η ματιά της Τζιλ, ήταν παντού το ίδιο – χαμηλό γρασίδι, πουλιά που περνούσαν σαν σαΐτες από μπροστά τους, με χρώματα κίτρινα, ή τα μπλε της λιβελούλας ή φτερά στα χρώματα της ίριδας, βαθυγάλαζες σκιές, και κενό. Δεν ένιωθες πνοή ανέμου στο δροσερό, λαμπερό αέρα. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε σε τούτο το δάσος.
Ίσια μπροστά τους δεν υπήρχαν διόλου δέντρα: μοναχά γαλάζιος ουρανός. Συνέχισαν να περπατούν δίχως να κουβεντιάζουν, όταν ξαφνικά η Τζιλ άκουσε τον Ευστάθιο να φωνάζει: «Πρόσεχε!» κι ένιωσε να την τραβάει απότομα προς τα πίσω. Στέκονταν στην άκρη ενός βράχου.
Η Τζιλ ήταν από εκείνους τους τυχερούς ανθρώπους που δεν έχουν κανένα πρόβλημα με το ύψος. Δεν έπαθε και τίποτα επειδή βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Περισσότερο πειράχτηκε με τον Ευστάθιο έτσι που την τραβολόγησε – «λες και ήμουνα κανένα παιδάκι» είπε – και λευτέρωσε το μπράτσο της από το χέρι του. Όταν πια τον είδε να ’χει γίνει κάτασπρος σαν το πανί, ε, τότε ένιωσε μεγάλη περιφρόνηση.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. Και για να δείξει πως εκείνη δε φοβόταν διόλου, πήγε και στάθηκε άκρη άκρη, που πιο πέρα δεν έπαιρνε, για να πούμε την αλήθεια, πιο πέρα από τις προθέσεις της. Ύστερα κοίταξε προς τα κάτω.
Μόνο τότε κατάλαβε γιατί ο Ευστάθιος είχε χάσει το χρώμα του. Κανένας βράχος στον κόσμο το δικό μας δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που είδε. Φανταστείτε τώρα τον εαυτό σας στην κορυφή του ψηλότερου βράχου που ξέρετε. Ύστερα φανταστείτε τον να κοιτάει κάτω τον πάτο. Και τελικά φανταστείτε πως αυτός ο γκρεμός πάει δέκα φορές πιο βαθιά, για να μην πω είκοσι. Αφού θα ’χει χορτάσει το μάτι σας γκρεμό, μετά φανταστείτε ότι από μακριά είδατε κάτι μικρά λευκά σημάδια που τα πήρατε για προβατάκια, ενώ ξαφνικά αντιλαμβάνεστε ότι πρόκειται για σύννεφα – δε μιλάμε για τίποτα τούφες, αλλά για τεράστια άσπρα, αφράτα σύννεφα που στην πραγματικότητα έχουν τον όγκο που έχουν τα περισσότερα βουνά. Και, μην το τραβάμε άλλο, κάπου ανάμεσα σ’ αυτά τα σύννεφα, το μάτι σας πιάνει την πραγματική διάσταση του πάτου, που απλώνεται τόσο μακριά, ώστε δεν μπορείτε να πείτε ξεκάθαρα αν αυτό που βλέπετε είναι λιβάδι ή δάσος, στεριά ή θάλασσα· και σκεφτείτε ότι όλα αυτά απέχουν από τα σύννεφα πολύ περισσότερο απ’ όσο εσείς.
Η Τζιλ είχε μείνει με το μάτι κολλημένο. Μετά σκέφτηκε πως, τελικά, δεν πείραζε να πάει κανένα βηματάκι πιο πίσω· την κράταγε όμως η σκέψη τι θα ’βαζε στο νου του ο Ευστάθιος. Και ξαφνικά κατέληξε πως δεν την ένοιαζε τι θα σκεφτόταν, πως πολύ καλά θα ’κανε να τραβηχτεί από τούτη την άκρη που σε κοψοχόλιαζε και πως άλλη φορά δε θα ξανάκανε την έξυπνη μ’ όσους παθαίνουν ίλιγγο. Έλα όμως που όταν έκανε να κουνηθεί, είδε ότι δεν μπορούσε! Θαρρείς και στα πόδια της είχε βαρίδια. Ξαφνικά ένιωσε πως όλα κολυμπούσαν γύρω της.
«Έι, τι κάνεις, βρε Πόουλ; Γύρνα πίσω – μα τι χαζή, Θεέ μου!» άκουσε τη φωνή του Ευστάθιου. Μια φωνή που όμως έμοιαζε να έρχεται από πολύ μακριά. Τον ένιωσε να την αρπάζει ενώ η ίδια είχε χάσει κάθε έλεγχο του κορμιού της. Για κάποια δευτερόλεπτα, έγινε κάποια πάλη εκεί στην άκρη του γκρεμού. Μέσα στην τρομάρα και στη ζαλάδα που δεν την άφηναν να συνειδητοποιήσει τι έκανε, η Τζιλ δυο πράγματα θα θυμάται όσο ζει (έρχονται ξανά και ξανά στα όνειρά της). Το ένα ήταν ότι είχε λευτερωθεί από το γράπωμα του Ευστάθιου· το άλλο ότι, την ίδια εκείνη στιγμή, ο Ευστάθιος έχασε την ισορροπία του και με μια κραυγή γεμάτη τρόμο, βρέθηκε να κατεβαίνει σαν βολίδα τον γκρεμό.
Ευτυχώς που δεν της δόθηκε ο χρόνος να σκεφτεί τι είχε κάνει. Ένα τεράστιο θεριό με λαμπερά χρώματα βρισκόταν κιόλας στην άκρη του γκρεμού. Το είδε να ξαπλώνει καταγής, να σκύβει και (εδώ είναι το παράξενο) να φυσάει. Όχι να βρυχιέται ή να φτερνίζεται, αλλά να φυσάει μέσα από το ορθάνοιχτο στόμα του· να φυσάει στον ίδιο σταθερό ρυθμό όπως η ηλεκτρική σκούπα ρουφάει. Η Τζιλ βρισκόταν τόσο κοντά σ’ αυτό το πλάσμα, που ένιωθε την ανάσα του να δονεί το σώμα του με σταθερό ρυθμό. Εξακολουθούσε να ’ναι πεσμένη κάτω, γιατί ένιωθε ανήμπορη να σταθεί στα πόδια της. Στα πρόθυρα λιποθυμίας: μ’ όλα αυτά που συνέβαιναν, θα προτιμούσε χίλιες φορές να είχε πραγματικά λιποθυμίσει, όμως οι λιποθυμίες, βλέπετε, δεν έρχονται κατά παραγγελία. Κάποια στιγμή, πολύ πιο χαμηλά, το μάτι της πήρε μια μικροσκοπική μαύρη κουκκίδα να πλέει όλο και πιο μακριά από το βράχο κι ύστερα κάπως ν’ ανεβαίνει. Καθώς έπαιρνε ύψος ταυτόχρονα απομακρυνόταν. Όταν πια είχε φτάσει στο ύψος της κορυφής του βράχου, βρισκόταν τόσο μακριά που σχεδόν δε φαινόταν πια. Ήταν ολοφάνερο πως απομακρυνόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Τζιλ σκεφτόταν πως αυτή τη δουλειά θα την είχε σκαρώσει το πλάσμα που βρισκόταν δίπλα της. Γύρισε λοιπόν και το κοίταξε. Ήταν ένα λιοντάρι.