ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η Τζιλ σ’ επικίνδυνη αποστολή
Δίχως να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στην Τζιλ, το λιοντάρι σηκώθηκε και φύσηξε δυνατά για άλλη μια φορά. Ύστερα, ικανοποιημένο θα ’λεγε κανείς μ’ όλα αυτά, έκανε στροφή κι αργά αργά πήρε το δρόμο του γυρισμού στο δάσος.
«Δεν μπορεί! Όνειρο θα ’ναι! Δεν μπορεί! Δεν μπορεί!» έλεγε η Τζιλ μέσα της. «Σ’ ένα λεπτό θα ’μαι ξύπνια.» Όμως δεν ήταν όνειρο, κι ούτε και ξύπνησε.
«Μακάρι να μην είχαμε έρθει ποτέ σ’ αυτό το τρομερό μέρος» είπε η Τζιλ. «Πάω στοίχημα ότι όσο ήξερα εγώ τι μας περίμενε εδώ, άλλο τόσο ήξερε κι ο Στούμποου. Αν πάλι ήξερε, τι με κουβάλησε εδώ πέρα δίχως να με προειδοποιήσει; Δεν είναι δικό μου το λάθος που γκρεμοτσακίστηκε από τούτο το βράχο. Αν μ’ άφηνε ήσυχη θα ’μασταν κι οι δυο μας μια χαρά τώρα.» Μετά ξαναθυμήθηκε εκείνη την κραυγή που έβγαλε ο Ευστάθιος καθώς έπεφτε στο κενό, και την ξαναπήραν τα κλάματα.
Όση ώρα κλαις μπορεί και να το φχαριστιέσαι, όμως κάποια στιγμή πρέπει να δώσεις ένα τέλος και ν’ αποφασίσεις τι πρόκειται να κάνεις μετά. Όταν σταμάτησε η Τζιλ το κλάμα, διαπίστωσε ότι είχε μια φοβερή δίψα. Μέχρι εκείνη την ώρα ήταν πεσμένη μπρούμυτα· τώρα αποφάσισε να καθίσει. Τα πουλιά είχαν σταματήσει να κελαηδούν και κυριαρχούσε μια απόλυτη σιωπή, αν εξαιρέσει κανείς ένα χαμηλό, επίμονο ήχο που ερχόταν από αρκετά μακριά. Έστησε αυτί ώσπου σχεδόν βεβαιώθηκε ότι ήταν ήχος από τρεχούμενο νερό.
Η Τζιλ σηκώθηκε και κοίταξε γύρω της με πολλή προσοχή. Το λιοντάρι ήταν άφαντο (ωστόσο, επειδή υπήρχαν πολλά δέντρα τριγύρω, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε ωραιότατα να βρίσκεται κάπου κοντά και να μην το ’παιρνε το μάτι της. Και βέβαια της πέρναγε από το μυαλό ότι μπορεί να ήταν και περισσότερα από ένα. Τώρα όμως η δίψα της ήταν τόσο επιτακτική, που μάζεψε όσο κουράγιο της απόμενε για να πάει να ψάξει γι’ αυτό το τρεχούμενο νερό. Πατώντας στα νύχια, περνούσε σαν σκιά από δέντρο σε δέντρο, σταματώντας σε κάθε βήμα να κοιτάξει γύρω της προσεχτικά.
Είχε τέτοια ησυχία μέσα στο δάσος που δε δυσκολεύτηκε ν’ αποφασίσει από που ερχόταν αυτός ο ήχος. Όσο πέρναγε η ώρα, τον άκουγε και πιο ξεκάθαρα. Κάποια στιγμή, πολύ νωρίτερα απ’ όσο περίμενε, βρέθηκε σ’ ένα ξέφωτο όπου είδε το ρυάκι να κυλάει με διαύγεια γυαλιού. Ήταν απέναντι της, δυο μόλις βήματα. Και μόνο η θέα του νερού την έκανε να νιώσει δέκα φορές πιο διψασμένη. Αντί να τρέξει όμως και να πέσει με τα μούτρα στο νερό, η Τζιλ έμεινε ακίνητη, λες κι είχε πετρώσει, με το στόμα ορθάνοιχτο. Κι εδώ που τα λέμε, είχε και τα δίκια της· γιατί στην όχθη που ήταν από τη μεριά της ήταν καθισμένο το λιοντάρι.
Ήταν καθισμένο, με σηκωμένο το κεφάλι και τα μπροστινά πόδια ακουμπισμένα λίγο πιο έξω, ακριβώς στη στάση που έχουν τα λιοντάρια στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Με το που το αντίκρισε, η Τζιλ ήξερε ότι την είχε δει κι αυτό, γιατί την κοίταξε κατάματα για κάποιο λεπτό κι ύστερα έστρεψε αλλού το βλέμμα – σαν να του ήταν αρκετά γνωστή, μα και ολότελα αδιάφορη.
«Έτσι και το βάλω στα πόδια, θα με κυνηγήσει στη στιγμή» σκέφτηκε η Τζιλ. «Αν πάλι προχωρήσω μπροστά, θα βρεθώ ίσια μες στο στόμα του.» Έτσι κι αλλιώς, και να προσπαθούσε δε θα κατάφερνε να κάνει βήμα, όμως δεν μπορούσε και να πάρει τα μάτια της από το λιοντάρι. Για πόσο κράτησε αυτό δεν ήταν σίγουρη· της φάνηκε πως είχαν περάσει ώρες ολόκληρες. Στο αναμεταξύ, τόση ήταν η δίψα της που είχε φτάσει στο σημείο, να μη σκοτίζεται ακόμα κι αν την καταβρόχθιζε το λιοντάρι, φτάνει πρώτα να έπινε μια γουλιά νερό.