Μόλις πήρε ανάσα, ο Πρίγκιπας είπε: «Κύριοι, σας ευχαριστώ». Για πολλή ώρα, οι τρεις νικητές στάθηκαν κοιτώντας ο ένας τον άλλο, κοντανασαίνοντας, δίχως να βγάζουνε μιλιά. Ευτυχώς που η Τζιλ ήταν από ώρα κάπου καθισμένη και δε σάλευε· έλεγε λοιπόν από μέσα της: «Παναγία μου, κάνε να μη λιποθυμήσω – ή να πατήσω τα κλάματα – ή να μην κάνω τίποτα ηλίθιο τέλος πάντων».
«Η βασιλική μου μητέρα πήρε την εκδίκησή της» είπε ο Ριλιανός αμέσως. «Δε χωράει αμφιβολία ότι αυτό εδώ είναι το ίδιο ερπετό που μάταια είχα κυνηγήσει τότε κοντά στην πηγή στο δάσος της Νάρνια, χρόνια πριν. Όλο αυτό τον καιρό, ήμουνα σκλάβος της φόνισσας της μητέρας μου. Αυτό που μ’ ευχαριστεί, κύριοι, είναι ότι αυτή η απαίσια Μάγισσα τώρα στο τέλος ξαναπήρε τη μορφή φιδιού. Δε θα το άντεχε η καρδιά μου, μα ούτε και η τιμή μου να σκοτώσω μια γυναίκα. Όμως ας φροντίσουμε την κυρία!» Εννοούσε την Τζιλ.
«Είμαι μια χαρά. Ευχαριστώ» είπε εκείνη.
«Δεσποσύνη» είπε ο Πρίγκιπας και υποκλήθηκε. «Δείξατε απαράμιλλο θάρρος. Συμπεραίνω λοιπόν, ότι το δίχως άλλο έχετε ευγενική καταγωγή στον κόσμο το δικό σας. Όμως, ελάτε, φίλοι μου. Εδώ υπάρχει ακόμα λίγο κρασί. Ας βρέξουμε τα χείλη μας κι ας πιούμε στην υγειά των φίλων. Κι ύστερα, στα σχέδιά μας!»
«Να μια καλή ιδέα, Κύριέ μου!» είπε ο Λασπομούρμουρος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Τα Έγκατα της Γης χωρίς Βασίλισσα
Ένιωθαν όλοι τους ότι την άξιζαν αυτή την «ανάσα» όπως έλεγε κι ο Ευστάθιος. Η Μάγισσα είχε κλειδώσει την πόρτα και είχε δώσει εντολή στους φρουρούς να μην την ενοχλήσουν. Έτσι, για την ώρα, δεν υπήρχε κίνδυνος να τους διακόψει κανένας. Πρώτη τους δουλειά, φυσικά, ν’ ασχοληθούν με το καμένο πόδι του Λασπομούρμουρου. Πήραν δυο καθαρά πουκάμισα από την κρεβατοκάμαρα του Πρίγκιπα, τα σκίσανε λουρίδες λουρίδες, τις αλείψανε καλά από τη μέσα μεριά με βούτυρο και λάδι από τις σαλάτες που είχαν ξεμείνει πάνω στο τραπέζι, και πέτυχαν ένα κατασκεύασμα κάτι μεταξύ αλοιφής και σάλτσας. Τύλιξαν το πόδι του Λασπομούρμουρου κι ύστερα κάθισαν όλοι τους να πιουν κάτι να δροσιστούν και να καταστρώσουν σχέδια για την απόδρασή τους από τα Έγκατα της Γης.
Ο Ριλιανός τους εκμυστηρεύτηκε ότι υπήρχαν ένα σωρό έξοδοι για να βγουν στην επιφάνεια. Κατά καιρούς είχε περάσει από τις πιο πολλές. Δεν είχε βγει όμως ποτέ μοναχός του· πάντα με τη Μάγισσα· και πάντα, για να φτάσουν σ’ αυτές τις εξόδους, πρώτα διέσχιζαν με καράβι την Ανήλιαγη Θάλασσα. Τώρα άντε βρες τι θα ’λεγαν οι Εγκατωκοσμίτες αν τον βλέπανε να εμφανίζεται στο μόλο δίχως τη Μάγισσα, να γυρεύει ένα καράβι και να ’χει μαζί του και τρεις ξένους. Το πιο πιθανό ήταν ν’ αρχίσουν να κάνουν παράξενες ερωτήσεις. Από την άλλη μεριά, η καινούρια έξοδος, εκείνη εκεί που ετοίμαζαν για την εισβολή στον Επάνω Κόσμο ήταν μεσόγεια κι η πιο κοντινή. Ο Πρίγκιπας ήξερε ότι τα έργα κόντευαν να τελειώσουν έμεναν μοναχά λίγα μέτρα σκάψιμο για να βγουν έξω στον καθαρό αέρα. Διόλου απίθανο και να την είχαν τελειώσει ως εκείνη τη στιγμή. Μπορεί η Μάγισσα να είχε έρθει να του το αναγγείλλει για ν’ αρχίσουν την επίθεση. Όμως, ακόμα κι αν δεν είχαν τελειώσει, θα μπορούσαν να σκάψουν και μόνοι τους και να βγουν μέσα σε λίγες ώρες – το θέμα ήταν να φτάσουν εκεί χωρίς να τους σταματήσει κανείς και χωρίς να βρουν τίποτε φρουρούς στο σημείο που γίνονταν τα έργα. Αλλά αυτές ήταν όλες κι όλες οι δυσκολίες.
«Αν με ρωτάτε εμένα…» άρχισε να λέει ο Λασπομούρμουρος, όταν τον έκοψε ο Ευστάθιος.
«Δε μου λέτε» είπε, «τι θόρυβος είναι αυτός;»
«Κι εγώ γι’ αυτό σπάω το κεφάλι μου εδώ κι ώρα!» είπε η Τζιλ.
Στην πραγματικότητα και οι τρεις τους τον άκουγαν αυτό το θόρυβο που, όμως, από την ώρα που άρχισε κι ύστερα, μεγάλωνε τόσο αργά που δεν ξέρανε ακριβώς πότε τον πρωτοπρόσεξαν. Για κάποιο διάστημα έμοιαζε με μια απροσδιόριστη αναταραχή, κάτι σαν απαλός άνεμος, ή το πηγαινέλα αυτοκινήτων που ’ρχόταν από μακριά. Μετά δυνάμωσε κάπως, θα το ’λεγες σαν μουρμουρητό της θάλασσας. Ύστερα, έφτανε στ’ αυτιά σου βαβούρα κι αναταραχή. Τώρα πια άκουγες ξεκάθαρα φωνές και μια αδιάκοπη βουή που σίγουρα δεν ήταν από φωνές.