Βγήκε από το δωμάτιο κι όταν γύρισε ένα λεπτό αργότερα, τα μάτια του είχαν ένα παράξενο φως.
«Κοιτάξτε, φίλοι μου» είπε κρατώντας ψηλά την ασπίδα για να τη δουν. «Μια ώρα πριν ήταν μαύρη, δίχως σχέδια. Κοιτάξτε την τώρα!» Η ασπίδα άστραφτε σαν να ’ταν από ασήμι και στη μέση, πιο κόκκινη κι από αίμα ή από κεράσι, είχε τη φιγούρα του Λιονταριού.
«Το δίχως άλλο» είπε ο Πρίγκιπας, «αυτό είναι σημάδι ότι ο Ασλάν θα είναι ο καλός μας Κύριος, είτε θέλει το θάνατό μας είτε τη ζωή μας. Η συμβουλή μου τώρα είναι να γονατίσουμε όλοι και να φιλήσουμε τη μορφή του, κι ύστερα να δώσουμε τα χέρια σαν φίλοι αληθινοί που μπορεί σύντομα να χωρίσουν. Κι ύστερα, ας κατεβούμε κάτω στην πόλη κι ας ζήσουμε τούτη την περιπέτεια που μας έχει σταλεί».
Κι όλοι συμμορφώθηκαν με τα λόγια του Πρίγκιπα. Όταν ο Ευστάθιος χαιρετήστηκε με την Τζιλ, της είπε: «Γεια χαρά, Τζιλ. Συγγνώμη, μωρέ, που ήμουνα τόσο φοβιτσιάρης και ζοχάδας! Κοίτα να φτάσεις σπίτι καλά» και η Τζιλ είπε: «Γεια χαρά, Ευστάθιε, και συγγνώμη που συνέχεια σου κόλλαγα». Και για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν τα μικρά τους ονόματα, κάτι που δε συνηθιζόταν στο σχολείο τους.
Ο Πρίγκιπας ξεκλείδωσε την πόρτα και ξεχύθηκαν όλοι μαζί στις σκάλες: οι τρεις τους κραδαίνοντας τα γυμνά σπαθιά τους, η Τζιλ ένα μαχαίρι. Οι φρουροί είχαν εξαφανιστεί και η μεγάλη αίθουσα στο τέλος της σκάλας ήταν άδεια. Οι γκρίζες, μελαγχολικές λάμπες έκαιγαν ακόμα, και στο φως τους δεν είχαν την παραμικρή δυσκολία να περνούν τις γαλαρίες, τη μια μετά την άλλη, και να κατεβαίνουν τις σκάλες, τη μια μετά την άλλη. Εδώ κάτω δεν έφτανε τόσο καθαρά ο θόρυβος από την πόλη έτσι όπως πάνω στο δωμάτιο. Μέσα στο κάστρο, παντού νέκρα και εγκατάλειψη. Και, ξαφνικά, κάνουν να στρίψουν μια γωνία για να μπουν στη μεγάλη αίθουσα στο ισόγειο και πέφτουν πάνω σ’ έναν Εγκατωκοσμίτη, τον πρώτο που έβλεπαν. Ήταν ένα χοντρό, ασπρουδερό πλάσμα με μια μούρη γουρουνίσια που χλαπάκιαζε όσα αποφάγια είχαν ξεμείνει πάνω στα τραπέζια. Πάτησε ένα γρύλισμα (ολόιδιο με γουρουνιού) και χώθηκε κάτω από έναν πάγκο τραβώντας τη μακριά ουρά του πριν προλάβει να την τσακώσει ο Λασπομούρμουρος. Από κει όρμησε κατά την αντικρινή πόρτα με τέτοια σβελτάδα που δεν τον πρόλαβε κανείς.
Από την τραπεζαρία βγήκαν στην αυλή. Η Τζιλ που στις διακοπές είχε κάνει μαθήματα ιππασίας, πρόσεξε αμέσως ότι εκεί μύριζε σταβλίλα (μια μυρωδιά γνώριμη, ευπρόσδεκτη και σχεδόν ευχάριστη για ένα μέρος σαν τούτο τον Κόσμο). Εκείνη τη στιγμή, ο Ευστάθιος φώναξε, «Ποπό! Κοιτάχτε εκεί!» Μια καταπληκτική ρουκέτα είχε εκσφενδονιστεί από κάποιο σημείο πίσω από τα τείχη του κάστρου για να σκορπίσει σε πράσινα αστέρια.
«Βεγγαλικά!» είπε η Τζιλ απορημένη.
«Ναι» είπε ο Ευστάθιος, «αλλά μη μου πεις τώρα ότι μπορεί αυτά τα πλάσματα εδώ να τ’ αμολάνε για να κάνουν κέφι; Κάποιο σινιάλο θα ’ναι».
«Και σίγουρα όχι καλό για μας, θα πρέπει να πω» είπε ο Λασπομούρμουρος.
«Φίλοι μου» είπε ο Πρίγκιπας, «από την ώρα που ένας άντρας έχει ριχτεί σε μια περιπέτεια σαν τη δική μας, πρέπει ν’ αποχαιρετήσει και την ελπίδα και το φόβο, αλλιώς, ούτε ο θάνατος ούτε η ελευθερία αρκούν για να σώσουν την τιμή του ή τους στόχους του. Να τα τά κουκλιά μου! (Εκείνη τη στιγμή άνοιγε την πόρτα του στάβλου). Ήσυχα, Μαυρούκο! Έλα, φρόνιμα, Νυφάδα! Δε σας ξεχάσαμε!»
Τα άλογα ήταν και τα δυο τρομαγμένα με τα φώτα τα παράξενα και το θόρυβο. Η Τζιλ, που είχε δείξει τόσο φοβιτσιάρα όταν ήταν να περάσει από κείνη τη σκοτεινή τρύπα που χώριζε τις δυο σπηλιές, τώρα ένιωθε άφοβη ανάμεσα στ’ άλογα που χτυπούσαν τα πόδια τους και ρουθούνιζαν. Η Τζιλ κι ο Πρίγκιπας έβαλαν σέλες και χαλινάρια στ’ άλογα μέσα σε λίγα λεπτά. Φαίνονταν όμορφα σα βγήκαν έξω στην αυλή τινάζοντας ψηλά το κεφάλι. Η Τζιλ κι ο Λασπομούρμουρος καβάλησαν τη Νυφάδα. Ο Ευστάθιος ανέβηκε πισωκάπουλα με τον Πρίγκιπα μαζί, πάνω στο Μαυρούκο. Πέρασαν την κεντρική πύλη και βγήκαν έξω στο δρόμο καβάλα πάνω στ’ άλογα με τις οπλές τους ν’ αντιλαλούν ολόγυρα.
«Από τσουρούφλισμα στη φωτιά, δε μας βλέπω να διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο. Να η καλή πλευρά» είπε ο Λασπομούρμουρος κι έδειξε δεξιά. Εκεί, ούτε εκατό μέτρα μακριά, το νερό έγλειφε τους τοίχους των σπιτιών.
«Κουράγιο!» είπε ο Πρίγκιπας. «Ο δρόμος εκεί κατεβαίνει απότομα. Το νερό έχει φτάσει στα μισά μόνο του ψηλότερου λόφου στην πόλη. Μπορεί να ’φτασε τόσο κοντά το πρώτο ημίωρο, αλλά δε σημαίνει ότι θα συνεχίσει να πλησιάζει τις επόμενες δυο ώρες. Εγώ περισσότερο φοβάμαι εκείνον εκεί…» και με το σπαθί του έδειξε έναν ψηλέα τεραστίων διαστάσεων με κάτι χαυλιόδοντες αγριογούρουνου· ξοπίσω του ακολουθούσαν έξι άλλοι τύποι, ό,τι μπόι και σουλούπι φαντάζεται κανείς, που μόλις είχαν ξετρυπώσει από ένα παραδρόμι κι αμέσως χώθηκαν στους ίσκιους των σπιτιών για να μην τους βλέπει κανείς.