Выбрать главу

Ο Πρίγκιπας τους οδηγούσε με στόχο πάντα την κόκκινη λάμψη, λίγο αριστερότερα. Το σχέδιό του ήταν να προχωρήσει γύρω από τη φωτιά (αν ήταν φωτιά) και ν’ ανέβουν σε υψηλότερο έδαφος, με την ελπίδα ότι μπορεί να ’βρισκαν το δρόμο για τις καινούριες εκσκαφές. Αντίθετα με τους τρεις άλλους, ο Πρίγκιπας φαινόταν να ’χει κέφια. Σφύριζε καθώς προχωράγαν, και τραγουδούσε αποσπάσματα από ένα παλιό τραγούδι για τον Κόριν, τη Γροθιά-Κεραυνό της Αρχελάνδης. Η αλήθεια είναι πως ήταν τόσο ευτυχισμένος που είχε λευτερωθεί από τα γητέματα μετά από τόσον καιρό που, συγκριτικά, όλοι οι τωρινοί κίνδυνοι του φαίνονταν παιχνιδάκι. Τους άλλους τρεις όμως τους κοψοχόλιαζε αρκετά τούτο το ταξίδι.

Από πίσω τους γινόταν χαμός από καράβια που συγκρούονταν και συντρίβονταν, και σαματάς μεγάλος από κτίρια που κατέρρεαν. Πάνω από τα κεφάλια τους απλωνόταν εκείνο το μεγάλο μπάλωμα, το ανατριχιαστικό φως που ερχόταν από την οροφή του Κάτω Κόσμου. Μπροστά τους έφεγγε η μυστηριώδης λάμψη, που δεν έμοιαζε να μεγαλώνει. Από την ίδια κατεύθυνση ερχόταν ένα ασταμάτητο νταβαντούρι από φωνές, κραυγές, γιουχαίσματα, χαχανιτά, στριγκλιές, και μουγκρίσματα· και όλων των ειδών τα βεγγαλικά που υψώνονταν μέσα στο σκοτάδι. Κανένας τους δεν μπορούσε να βγάλει άκρη τι σήμαιναν όλα αυτά. Πιο σιμά τους, κάποιο κομμάτι τής πόλης φωτιζόταν από την κόκκινη λάμψη και κάποιο άλλο από ολωσδιόλου διαφορετικό φως, αυτό που έβγαινε από τις λάμπες που κρατούσαν οι φοβεροί Εγκατωκοσμίτες. Υπήρχαν όμως και πολλά τμήματα της πόλης που παρέμεναν θεοσκότεινα, γιατί δεν τα φώτιζε κανένα από αυτά τα φώτα. Κι οληώρα έβλεπες σιλουέτες πότε να ξεπετάγονται και πότε να κρύβονται, πάντα με τα μάτια καρφωμένα πάνω στους ταξιδιώτες, πάντα φροντίζοντας οι ίδιοι να μη φαίνονται. Ήταν μεγαλοπρόσωποι ή μικροπρόσωποι, με μάτια τεράστια σαν των ψαριών και μικρούτσικα σαν της αρκούδας. Είχαν φτερά ή γουρουνότριχα, κέρατα και χαυλιόδοντες, μύτες σαν κορδονέτα και σαγόνια τόσο μακριά που μοιάζαν με γενειάδες. Κάθε λίγο και λιγάκι ένα τσούρμο από δαύτους παραμεγάλωνε ή παραζύγωνε. Τότε ο Πρίγκιπας κράδαινε το σπαθί του κι έκανε πως τάχαμου θα όρμαγε καταπάνω τους. Και τότε εκείνοι πατώντας γρυλίσματα, τσιρίδια και κακαρίσματα, βουτούσαν μέσα στα σκοτάδια ξανά και χάνονταν.

Αφού ανηφόρισαν πολλούς απότομους δρόμους και απομακρύνθηκαν από την πλημμύρα κι έφτασαν πέρα από την πόλη, προς την ενδοχώρα, τα πράγματα γίναν ακόμα πιο δύσκολα. Βρίσκονταν τώρα πιο κοντά στην κόκκινη λάμψη και σχεδόν στο ίδιο ύψος, αν κι ακόμα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβαινε. Ωστόσο, στο φως που σκόρπιζε η λάμψη μπορούσαν να δουν τον εχθρό τους πιο καθαρά. Εκατοντάδες – μπορεί και χιλιάδες – πλάσματα κινούνταν κατά το φως. Αυτό όμως γινόταν κατά κύματα· μετά σταματούσαν και γύριζαν και κοίταζαν τους ταξιδιώτες.

«Αν με ρωτούσε ο Υψηλότατος» είπε ο Λασπομούρμουρος, «θα έλεγα ότι αυτοί οι τύποι το ’χουν σκοπό να μας κόψουνε το δρόμο».

«Το ίδιο σκέφτομαι κι εγώ, Λασπομούρμουρε» είπε ο Πρίγκιπας. «Και δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τόσους πολλούς. Ακούστε με καλά! Ας προχωρήσουμε μέχρι που να φτάσουμε κοντά σ’ εκείνο εκεί το σπίτι. Μόλις ζυγώσουμε, εσύ θα γλιστρήσεις στη σκιά. Η Δεσποσύνη κι εγώ θα προχωρήσουμε λίγο. Μερικοί από αυτούς τους διαβόλους θα μας ακολουθήσουν, δεν αμφιβάλλω· πληθαίνουν πίσω μας. Εσύ λοιπόν που διαθέτεις μακριά χέρια, πιάσε έναν ζωντάνο αν μπορείς, την ώρα που θα περνάει μπροστά από την κρυψώνα σου. Μπορεί να καταφέρουμε να μάθουμε τι θέλουνε ή γιατί τα ’χουνε μαζί μας.»

«Ναι, όμως τότε δε θα μας ριχτούνε όλοι οι άλλοι για να σώσουνε αυτόν που θα πιάσουμε;» είπε η Τζιλ με μια φωνή που άδικα προσπαθούσε να την κάνει να μην τρέμει.

«Τότε, Κυρία μου» είπε ο Πρίγκιπας, «δε μένει παρά να μας δεις ν’ αφήνουμε την τελευταία μας πνοή μαχόμενοι γύρω σου, κι εσύ θα πρέπει να καταφύγεις στο Λιοντάρι. Έλα, λοιπόν, καλέ μου Λασπομούρμουρε».

Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας γλίστρησε μέσα στη σκιά με σβελτάδα αίλουρου. Οι άλλοι, για κάποιο λεπτό γεμάτο αγωνία, προχώρησαν παρά πέρα. Και ξάφνου πίσω τους ξέσπασαν κάτι κραυγές που τους πάγωσε το αίμα, μπερδεμένες με τη γνώριμη φωνή του Λασπομούρμουρου να λέει: «Πάψε ντε! Ακόμα δεν τις έφαγες και τσιρίζεις; Κοίτα καλά! Πάψε ειδαλλιώς θα σου δώσω καμιά κατραπακιά που θα ’ναι όλη δική σου. Άσε που όλοι θα νομίζουν ότι σφάζω κανένα γουρούνι!»

«Καλό κυνήγι έπιασε» είπε με θαυμασμό ο Πρίγκιπας, και τραβώντας αμέσως τα γκέμια γύρισε το Μαυρούκο πίσω και σταμάτησε στη γωνία του σπιτιού. «Ευστάθιε» είπε, «αν έχεις την καλοσύνη, πιάσε εσύ τα γκέμια». Ύστερα ξεκαβαλίκεψε και οι τρεις μαζί στάθηκαν και παρατηρούσαν σιωπηλά το θήραμα που είχε τσακώσει ο Λασπομούρμουρος και το τράβαγε στο φως. Ήταν το πιο αξιοθρήνητο και μικροσκοπικό πλάσμα, μοναχά κανά μέτρο το μπόι του. Στην κορφή του κεφαλιού του είχε κάτι σαν τούφα όρθια πριονωτή, όμοια με λειρί πετεινού (σκληρό όμως), μικρούτσικα ματάκια ροζ, και στόμα και σαγόνι τόσο μεγάλα και στρογγυλά, που η φάτσα του έμοιαζε με πυγμαίο ιπποπόταμο. Αν δε βρίσκονταν σε τόσο δύσκολη θέση, θα σκάγανε στα γέλια βλέποντάς το.