«Και τώρα, Κατωκοσμίτη» είπε ο Πρίγκιπας, και στάθηκε μπροστά του με τη μύτη του σπαθιού του κοντά στο λαιμό του αιχμάλωτου, «μίλα τίμια και θα σ’ αφήσουμε ελεύθερο. Κάνε καμιά κατεργαριά και δε θα ’σαι παρά ένας μακαρίτης Κατωκοσμίτης. Όμως, καλέ μου Λασπομούρμουρε, πώς να μιλήσει αφού του κρατάς το στόμα του κλειστό;»
«Δε μιλάει, αλλά ούτε και δαγκώνει» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Έτσι και είχα αυτά τα άχρηστα μαλακά χεράκια που έχετε του λόγου σας εσείς οι άνθρωποι (με όλο μου το σεβασμό, Υψηλότατε), τώρα θα ’μουνα μες στα αίματα. Όμως και Βαλτο-Ψηλολέλεκας να ’σαι, ε, δεν έχεις καμιά όρεξη να σου μασουλάνε τα χέρια.»
«Κατεργάρη» είπε ο Πρίγκιπας στο νάνο, «μια δαγκωματιά και πέθανες. Άφησε λεύτερο το στόμα του, Λασπομούρμουρε».
«Οο-ιι-ιι» τσίριξε το πλάσμα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης. «Άσε με να φύγω, άσε με να φύγω. Δε φταίω εγώ. Δεν το ’κανα εγώ.»
«Δεν έκανες τι;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος.
«Αυτό που οι Εντιμότατοι εσείς θαρρείτε πως έκανα» απάντησε το παράξενο πλάσμα.
«Πες μου τ’ όνομά σου» είπε ο Πρίγκιπας, «κι αυτά που σκαρώνετε σήμερα όλοι εσείς οι Κατωκοσμίτες».
«Σας παρακαλώ, Εντιμότατοι, καλοί μου Κύριοι» κλαψούρισε εκείνος. «Δώστε μου το λόγο σας ότι δε θα πείτε στην ευγενική Βασίλισσα τίποτε απ’ όσα θα σας πω.»
«Η ευγενική Βασίλισσα, όπως την αποκαλείς» είπε ο Πρίγκιπας σοβαρά, «είναι νεκρή. Τη σκότωσα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια».
«Τι!» φώναξε ο νάνος έκπληκτος, κι άνοιξε μια πήχη στόμα, που γίνηκε ακόμα πιο κωμικό. «Νεκρή; Η Μάγισσα νεκρή; Κι από το Αξιότιμο χέρι σας;» Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης και πρόσθεσε: «Μα τότε ο Αξιότιμος Κύριος είναι φίλος!»
Ο Πρίγκιπας τράβηξε το σπαθί του μισό πόντο πιο πίσω. Ο Λασπομούρμουρος άφησε λεύτερο το νάνο να καθίσει. Αυτός κοίταξε καλά καλά τους τέσσερις ταξιδιώτες με τα ροζ ματάκια του να πετάνε σπίθες κι αφού ξεροκατάπιε κανά δυο φορές, άρχισε:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Στα Βάθη του Κόσμον
«Εμένα που με βλέπετε με λένε Γκολγκ» είπε ο νάνος. «Και θα εξιστορήσω στην Εντιμότητα σας όλα τα όσα ξέρω. Πριν μια ώρα, που λέτε, τραβάγαμε όλοι για τις δουλειές μας – καλύτερα να πω τις δουλειές της – και την είχαμε μια πίκρα και μια μουγκαμάρα, έτσι όπως γινόταν κάθε μέρα εδώ και χρόνια. Κι αίφνης ακούγεται ένας μεγάλος πάταγος και βρόντος. Με το που το ακούσανε, λένε όλοι μέσα τους, μωρέ έχω να χαρώ τραγούδι και χορό, και να αμολήσω κανά βεγγαλικό καιρούς και ζαμάνια· και γιατί παρακαλώ; Κι όλοι κάθονται και σκέφτονται μονάχοι τους, Μωρέ, μαγεμένος θα ’μουνα. Κι ύστερα ξαναλένε όλοι μέσα τους, μακάρι να ’ξερα τι στο καλό κουβαλάω όλα τούτα τα βαρίδια, σιγά να μην τα κουβαλήσω και παραπέρα: αυτό ήταν. Και τότε πετάμε όλοι καταγής και σάκους και δέματα και εργαλεία. Μετά, στρίβουνε όλοι το κεφάλι και θωρούν κείνη την τρανή κόκκινη λάμψη πέρα εκεί. Κι όλοι λένε μέσα τους: Τι να ’ναι άραγες αυτό τώρα; Κι όλοι αποκρίνονται στον εαυτό τους και λένε: Να δεις που θα ’σκασε η γης και θ’ άνοιξε και βγάζει τούτη την όμορφη ζεστή φλόγα μέσα από τα σπλάχνα της κει που ’ναι η Πραγματική Χώρα του Σκοταδιού, χιλιάδες οργιές πιο κάτω.»
«Έλα, Παναγίτσα μου» φώναξε μ’ έκπληξη ο Ευστάθιος, «έχει κι άλλες χώρες ακόμα παρακάτω;»
«Έχει, που να σε χαρώ, εντιμότατε νέε μου» είπε ο Γκολγκ. «Υπέροχα μέρη· αυτή τη χώρα που εμείς τη λέμε Βισμανία. Τούτη δω η χώρα που βρισκόμαστε τώρα, η χώρα της Μάγισσας, είναι αυτή που εμείς τη λέμε η Ρηχή Χώρα. Α, δε μας κάνει εμάς ετούτη. Παραείναι, βλέπεις, κοντά στη φλούδα της γης. Α μπα! Τι έξω, τι εδώ. Για μας δεν κάνει διαφορά. Βλέπετε, εμείς όλοι είμαστε φουκαράδες από τη Βισμανία που η Μάγισσα μας κουβάλησε εδώ πάνω με μάγια και μας έστρωσε να δουλεύουμε για πάρτη της. Έλα που τίποτες δε θυμόμασταν μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε αυτός ο κρότος και τότε λυθήκανε τα μάγια. Είχαμε λησμονήσει ποιοι ήμασταν και πούθε κράταγε η σκούφια μας. Δεν μπορούσαμε μήτε να κάνουμε τίποτα, μήτε να σκεφτούμε τίποτα, παρά μόνο ό,τι μας έχωνε εκείνη μέσα στα κεφάλια. Κι αν αγαπάς, τόσα χρόνια άλλο δεν έκανε παρά να μας χώνει πράματα στενόχωρα και μαύρα. Κόντευα να ξεχάσω πώς είναι να πεις κανά χωρατό· να ρίξεις καμιά γυροβολιά. Όμως τη στιγμή που ακούστηκε εκείνος ο βρόντος, κι άνοιξε η γης, κι αρχίνησε ν’ ανεβαίνει η θάλασσα, το μυαλό μας ξαναπήρε μπρος. Και τι άλλο θα κάναμε; Το βάλαμε όλοι στα πόδια να προλάβουμε να κατέβουμε στο χάσμα και πίσω στο σπιτάκι μας, στην πατρίδα μας. Να, τους βλέπετε κι εσείς εκεί πέρα· αμολάνε βεγγαλικά και κάνουνε κολοτούμπες από τη χαρά τους. Και θα σας είμαι υπόχρεος, εντιμότατοι, αν μ’ αφήσετε ελεύθερο το συντομότερο για να πάω να τους ανταμώσω.»