«Μα αυτό είναι θαυμάσιο» είπε η Τζιλ. «Χαίρομαι τόσο πολύ που, την ώρα που κόβαμε το κεφάλι της Μάγισσας, ελευθερώναμε τα πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης και τον εαυτό μας βέβαια. Άσε που χαίρομαι που δεν είναι πια ούτε φοβεροί ούτε θλιμμένοι όπως ήταν κι ο Πρίγκιπας – δηλαδή, όπως φαινόταν ότι ήταν.»
«Ωραία και καλά όλα αυτά, Πόουλ» είπε ο Λασπομούρμουρος με σύνεση. «Όμως εμένα αυτοί οι κύριοι δε μου φαίνονταν να το ’χουν βάλει στα πόδια για να το σκάσουν. Αν με ρωτάτε εμένα, πιο πολύ μου φαίνονταν να κάνουν στρατιωτικούς σχηματισμούς. Για κοίτα με στα μάτια, Κύριε Γκολγκ, και πες μου: για μάχη δεν ετοιμαζόσασταν;»
«Και βέβαια ετοιμαζόμασταν, Εντιμότατε Κύριε» είπε ο Γκολγκ. «Βλέπετε, ελόγου μας πού να ξέρουμε ότι η Μάγισσα τα ’χε τινάξει. Θαρρούσαμε ότι μας παρακολουθούσε από το κάστρο. Κι εμείς παλεύαμε να ξεγλιστρήσουμε δίχως να μας πάρει το μάτι της. Όταν, το λοιπόν, εσείς οι τέσσερις βγήκατε από το κάστρο με τα σπαθιά και τ’ άλογα, τι περιμένατε να κάνουμε· είπαμε μέσα μας: Να σου τοι! Σάμπως ξέραμε ότι ο Εντιμότατος Κύριος από δω δεν ήταν με το μέρος της Μάγισσας! Και το ’χαμε βάλει καλά μες στην καρδιά μας να πολεμήσουμε ό,τι και να γίνει, παρά να χάσουμε κάθε ελπίδα πως θα γυρίζαμε πίσω στην πατρίδα.»
«Παίρνω όρκο ότι είναι ένα τίμιο πλάσμα» είπε ο Πρίγκιπας. «Άσε τον ελεύθερο, φίλε μου Λασπομούρμουρε. Όσο για μένα, καλέ μου Γκολγκ, ήμουν κι εγώ μαγεμένος όπως κι εσύ κι οι σύντροφοί σου και μόλις τελευταία ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Και τώρα, μια ερώτηση ακόμα. Μήπως γνωρίζεις πώς πάνε σ’ αυτό τον καινούριο δρόμο που έσκαβε η Μάγισσα για να οδηγήσει το στρατό της έξω να χτυπήσει τον Επάνω Κόσμο;»
«Εε-εε-εε!» τσίριξε ο Γκολγκ. «Πώς δεν τόνε ξέρω αυτόν τον απαίσιο δρόμο. Θα σας δείξω που ξεκινάει. Μα, να σας χαρώ, μη μου ζητήσει η Ευγένειά σας να έρθω μαζί σας για κει. Κάλλιο να πεθάνω.»
«Γιατί;» ρώτησε ο Ευστάθιος ανήσυχος. «Τι το φοβερό έχει;»
«Παραείναι κοντά στη κορυφή, έξω» είπε ο Γκολγκ τρέμοντας. «Χειρότερο πράμα δεν μπορούσε να μας κάνει η Μάγισσα. Αμέτι μοχαμέτι να μας βγάλει έξω στην ανοιχτοσιά – έξω από τον κόσμο. Εκεί, σου λέει, δεν υπάρχει διόλου ταβάνι: μοναχά ένα φοβερό απέραντο άδειο πράμα που το λένε ουρανό. Και τα σκαψίματα έχουνε προχωρήσει τόσο πολύ που δεν απομένουν παρά μερικές φτυαριές και βρέθηκες έξω. Δεν κοντοζυγώνω με τίποτα!»
«Ζήτω! Να ’σαι καλά!» φώναξε ο Ευστάθιος, και η Τζιλ είπε: «Πάντως να ξέρεις, δεν είναι καθόλου άσχημα εκεί πάνω. Εμάς μας αρέσει. Εμείς εκεί ζούμε».
«Το ξέρω ότι εσείς οι Πανωκοσμίτες ζείτε εκεί και χαρά στο κουράγιο σας» είπε ο Γκολγκ. «Θαρρούσα όμως πως μένατε εκεί πάνω, γιατί δεν μπορούσατε να βρείτε το δρόμο για εδώ κάτω. Δεν το χωράει ο νους μου πως μπορεί να σας αρέσει – να σούρνεστε εδώ κι εκεί σαν τις μύγες στην κορυφή του κόσμου!»
«Δε μας δείχνεις το δρόμο γρήγορα, λέω εγώ!» είπε ο Λασπομούρμουρος.
«Μη χάνουμε χρόνο» φώναξε ο Πρίγκιπας. Κι η παρέα όλη ξεκίνησε. Ο Πρίγκιπας ξανακαβαλίκεψε το φαρί του, ο Λασπομούρμουρος σκαρφάλωσε πίσω από την Τζιλ κι ο Γκολγκ μπήκε οδηγός τους. Καθώς προχωρούσε άλλο δεν έκανε παρά να φωνάζει τα καλά νέα και στους άλλους, ότι δηλαδή η Μάγισσα ήταν νεκρή κι ότι οι τέσσερις Πανωκοσμίτες δε θέλαν το κακό τους. Όσοι άκουγαν το νέο, το φώναζαν με τη σειρά τους στους άλλους, κι έτσι σε λίγα λεπτά ολάκερος ο Κόσμος στα Έγκατα της Γης αντηχούσε από φωνές και ζητωκραυγές· εκατοντάδες, χιλιάδες πλάσματα χοροπηδούσαν, κάναν ρόδα; στέκονταν με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, παίζαν βαρελάκια, αμολούσαν τεράστια βεγγαλικά και στριμώχνονταν γύρω από το Μαυρούκο και τη Νυφάδα. Και θα ’βαλαν τον Πρίγκιπα να πει και πάνω από δέκα φορές τη δική του ιστορία για τα μάγια, πώς δέθηκαν και πώς λύθηκαν.
Με τούτα και με κείνα, φτάσαν στο χείλος του ρήγματος. Θα ’χε μάκρος πάνω από τριακόσια μέτρα και φάρδος πάνω από εβδομήντα. Ξεκαβαλίκεψαν και πλησίασαν στην άκρη και κοίταξαν κάτω το χάσμα. Τους χτύπησε κατάμουτρα μια δυνατή ζέστα ανάκατη με μια μυρωδιά που δε θύμιζε καμιά προηγούμενη. Ήταν δυνατή, μπόλικη, μεθυστική, και σου ’φερνε και φτέρνισμα. Στον πυθμένα, το χάσμα ήταν τόσο λαμπερό που θάμπωσαν τα μάτια τους και δεν μπορούσαν να δουν τίποτα. Όταν συνήθισαν λιγάκι, τους φάνηκε πως ξεχώρισαν ένα ποτάμι από φωτιά που στις όχθες του απλώνονταν αγροί και λιβάδια από μια αφόρητη καυτερή λαμπεράδα – μόνο που σε σύγκριση με του ποταμού σου φαινόταν κάπως μουντή. Χρώματα βαθυγάλανα, πορφυρά, πράσινα, και λευκά όλα μπερδεμένα το ένα με τ’ άλλο: ένα τέλειο βιτρό με τροπικό ήλιο να το διαπερνά καταμεσήμερο· να τι σου θύμιζε. Στα ανώμαλα τοιχώματα του χάσματος, έβλεπες σκαρφαλωμένες εκατοντάδες πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης· κόντρα σ’ εκείνο το ανελέητο φως, αυτοί μοιάζαν με μαύρες μύγες.