«Εντιμότατοι» είπε ο Γκολγκ (κι όταν γύρισαν κατά τη μεριά του, για λίγα λεπτά, δεν έβλεπαν παρά μαυρίλα σκέτη, τόσο θαμπωμένα ήταν τα μάτια τους). «Εντιμότατοι, δεν κοπιάζετε κι ελόγου σας στη Βισμανία; Θα περάσετε ζωή χαρισάμενη εκεί κάτω, όχι όπως στη χώρα τη δική σας που στέκει εκεί πάνω μες στη γύμνια και στην παγωνιά. Τουλάχιστο ελάτε για μια βίζιτα μονάχα.»
Η Τζιλ το θεώρησε αυτονόητο για κάποια στιγμή ότι σε κανέναν δε θα άρεσε η πρόταση. Έτσι της ήρθε ταμπλάς, όταν άκουσε τον Πρίγκιπα να λέει:
«Στ’ αλήθεια, φίλε Γκολγκ, δε θέλω και πολύ να πάρω την απόφαση να κατέβω κι εγώ μαζί σου. Μου φαίνεται πως θα είναι μια έξοχη περιπέτεια, κι ίσως ίσως να μην υπάρχει, και να μην υπάρξει, κανένας θνητός να ’χει ποτέ του δει τη Βισμανία. Και, σαν περάσουν τα χρόνια, δεν ξέρω πώς θα μπορέσω ν’ αντέξω στη σκέψη ότι κάποτε μου δόθηκε η ευκαιρία να εξερευνήσω το πιο βαθύ λαγούμι της Γης κι εγώ την αρνήθηκα. Όμως μπορεί να ζήσει άνθρωπος εκεί κάτω; Δε φαντάζομαι να κολυμπάτε μέσα σε τούτο το ποτάμι της φωτιάς;»
«Α, όχι, Αξιότιμε Κύριε. Εμείς όχι. Μοναχά οι σαλαμάνδρες ζουν μέσα στη φωτιά.»
«Τι είδους ζώα είναι οι σαλαμάνδρες οι δικές σας;» ρώτησε ο Πρίγκιπας.
«Δύσκολο να πω σαν τι είναι, Αξιότιμε Κύριε» είπε ο Γκολγκ. «Γιατί είναι τόσο κάτασπρες και πυρωμένες που δεν μπορείς να στυλώσεις το βλέμμα σου πάνω τους. Ξέρετε, φέρνουν περισσότερο σε μικρούληδες δράκοντες. Μιλούν σε μας μέσα από τη φωτιά. Και σου την έχουνε μια γλώσσα; Γαλιάντρες! Κι από σπιρτάδα; Άλλο πράμα!»
Η Τζιλ έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ευστάθιο. Ήταν σίγουρη πως αν αυτή η ιδέα να κατέβουν κάτω στο χάσμα δεν της άρεσε εκεινής μια, του Στούμποου δεν του άρεσε δέκα. Απογοητεύτηκε όμως όταν είδε το πρόσωπό του ολότελα αλλαγμένο. Έμοιαζε περισσότερο με του Πρίγκιπα παρά με του παλιού Στούμποου που ήξερε στην Πειραματική Σχολή. Γιατί, όλες οι περιπέτειες και οι μέρες που είχε περάσει ταξιδεύοντας με τον Βασιλιά Κασπιανό, είχαν ξαναζωντανέψει στη θύμησή του.
«Υψηλότατε» είπε. «Αν ήταν τώρα εδώ ο παλιόφιλος μου ο Ριπιτσιπιτσίπ ο Πόντικας, ξέρετε τι θα ’λεγε; Πως θα πέσει το γόητρό μας αν αρνηθούμε τις περιπέτειες που μας προσφέρει η Βισμανία.»
«Κάτω εκεί» είπε ο Γκολγκ, «θα σας δείξω πράματα και θάματα: αληθινό χρυσάφι, αληθινό ασήμι, αληθινά διαμάντια».
«Σιγά τα λάχανα!» είπε αγενέστατα η Τζιλ. «Λες και δεν το ξέρουμε ότι ακόμα κι εδώ που βρισκόμαστε τώρα δα, δεν είμαστε κάτω από τα πιο βαθιά ορυχεία.»
«Ναι» είπε ο Γκολγκ. «Έχει πάρει τ’ αυτί μου για κάτι γρατσουνίτσες που κάνετε πάνω στη φλούδα της Γης εσείς οι Πανωκοσμίτες και τις λέτε ορυχεία. Αυτά όμως που βρίσκετε εσείς είναι πεθαμένο χρυσάφι, πεθαμένο ασήμι και πεθαμένα πολύτιμα πετράδια. Κάτω στη Βισμανία να δείτε! Εκεί τα ’χουμε όλα ζωντανά και μάλιστα τα βλέπουμε να μεγαλώνουνε μπροστά στα μάτια μας. Εκεί, που λέτε, θα σας μαζέψω σωρό τα ρουμπίνια και θα μπορείτε μάλιστα να τα φάτε και να τα στύψετε και να πιείτε ένα φλιτζάνι γιομάτο διαμαντοχυμό. Έτσι και δοκιμάσετε τους ζωντανούς θησαυρούς μας κάτω στη Βισμανία, δε θα δίνετε πεντάρα τσακιστή γι’ αυτά που βρίσκετε μέσα στα ξέβαθα ορυχεία σας· όλα παγωμένα και ψόφια.»
«Ο πατέρας μου έφτασε στο τέρμα του κόσμου» είπε σκεφτικά ο Ριλιανός. «Θα ήταν θαυμάσιο αν ο γιος του πήγαινε στα βάθη του κόσμου.»
«Αν ο Υψηλότατος επιθυμεί να δει τον πατέρα του όσο ζει, που, νομίζω, θα το προτιμάει» είπε ο Λασπομούρμουρος, «τότε καλά θα κάναμε να τραβάγαμε το δρόμο κατά τις εκσκαφές».
«Όσο για μένα, δεν κατεβαίνω κάτω σ’ αυτή την τρύπα που να χτυπιέστε όλοι» πρόσθεσε η Τζιλ.
«Αν είν’ έτσι, αν οι Εντιμότατοι φίλοι το ’χουν πάρει απόφαση να ξαναγυρίσουν στον Επάνω Κόσμο» είπε ο Γκολγκ, «τότε υπάρχει κάποιος δρόμος, μόνο που είναι χαμηλότερα από δω. Κι αν το νερό συνεχίσει ν’ ανεβαίνει…»
«Αχ, να χαρείτε! Ελάτε να πηγαίνουμε!» παρακάλεσε η Τζιλ.
«Φοβάμαι ότι έτσι πρέπει να γίνει» είπε ο Πρίγκιπας με βαθύ αναστεναγμό. «Όμως αφήνω τη μισή μου την καρδιά πίσω στη Βισμανία.»