«Αν διψάς, μπορείς να πιεις.»
Ήταν τα πρώτα λόγια που άκουγε από την ώρα που της είχε μιλήσει ο Ευστάθιος στην άκρη του γκρεμού. Για κάποιο δευτερόλεπτο, κοίταξε γύρω της κι αναρωτήθηκε ποιος άραγε να ’χε μιλήσει. Μετά, η φωνή ξανάπε: «Αν διψάς, μπορείς να πιεις» και αστραπιαία θυμήθηκε ότι ο Ευστάθιος της είχε κάνει κουβέντα για ζώα που έχουν μιλιά σ’ αυτόν τον άλλο κόσμο, και κατάλαβε πως της είχε μιλήσει το λιοντάρι. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά το είδε να κουνάει τα χείλη του και η φωνή δεν έμοιαζε με ανθρώπινη. Ήταν πιο βαθιά, πιο άγρια και πιο βροντερή· να το πούμε αλλιώτικα, είχε το βάρος και τη λάμψη χρυσού. Ο φόβος της δε λιγόστεψε στάλα· μάλλον έγινε ένας διαφορετικός φόβος.
«Δε διψάς;» είπε το Λιοντάρι.
«Αν διψάω λέει!» αποκρίθηκε η Τζιλ.
«Τότε πιες» είπε το Λιοντάρι.
«Ίσως – μήπως – θα σε πείραζε να πας πιο εκεί όσο πίνω;» ρώτησε η Τζιλ.
Η απάντηση του Λιονταριού ήταν μοναχά ένα βλέμμα κι ένα χαμηλό γρύλισμα. Η Τζιλ κοίταζε το βαρύ του όγκο και σκεφτόταν πως, είτε είχε παρακαλέσει το λιοντάρι να της κάνει τη χάρη να πάει παρέκει είτε ένα βουνό ήταν το ίδιο και το αυτό.
Ο υπέροχος ήχος του γάργαρου νερού την τρέλαινε.
«Μου υπόσχεσαι ότι δε-δε θα μου κάνεις τίποτα αν πλησιάσω;» είπε η Τζιλ.
«Δε δίνω υποσχέσεις» είπε το Λιοντάρι.
Η δίψα της Τζιλ γινόταν όλο και πιο έντονη, τόσο που, ασυναίσθητα, είχε κάνει ένα βήμα πιο κοντά.
«Δε μου λες! Τρως κορίτσια;»
«Έχω κατεβάσει κορίτσια κι αγόρια, γυναίκες κι άντρες, βασιλιάδες κι αυτοκράτορες, πολιτείες και βασίλεια» είπε το Λιοντάρι. Δεν το είπε ούτε καυχησιάρικα ούτε λυπημένα, ούτε και θυμωμένα. Το είπε έτσι απλά.
«Άντε τώρα εγώ να ’ρθω να πιω νερό!» είπε η Τζιλ.
«Τότε θα πεθάνεις από δίψα» είπε το Λιοντάρι.
«Παναγίτσα μου!» είπε η Τζιλ, ωστόσο έκανε ακόμα ένα βήμα πιο κοντά. «Μου φαίνεται πως πρέπει να ψάξω για κανένα άλλο ρυάκι τότε.»
«Δεν υπάρχει άλλο ρυάκι» είπε το Λιοντάρι.
Η Τζιλ δεν είχε κανένα λόγο να μη δώσει πίστη στα λόγια του Λιονταριού – ούτε κι όποιος αντίκριζε το σοβαρό του πρόσωπο –, ξαφνικά όμως πήρε μια απόφαση. Ήταν η πιο συνταρακτική απόφαση που είχε πάρει ποτέ της: προχώρησε μέχρι το ρυάκι, γονάτισε, κι άρχισε να παίρνει νερό με τις χούφτες της. Πιο κρύο και δροσιστικό νερό δεν είχε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή της. Δε χρειαζόταν να πιει και πολύ. Η δίψα της είχε κιόλας σβήσει. Πριν αρχίσει να πίνει είχε σκεφτεί ότι μόλις θα τέλειωνε θα ’δινε ένα σάλτο και θα ’φευγε μακριά από το Λιοντάρι. Τώρα έβλεπε ότι αυτό το σχέδιο είχε πολύ μεγαλύτερο ρίσκο απ’ όσα της έρχονταν στο μυαλό. Σηκώθηκε λοιπόν και στάθηκε εκεί, μπροστά του, με τα χείλια της ακόμα βρεμένα απ’ το νερό.
«Έλα εδώ» είπε το Λιοντάρι. Κι εκείνη έπρεπε να πάει. Στεκόταν σχεδόν ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κοιτώντας το ίσια στα μάτια. Δεν άντεξε όμως και για πολλή ώρα· χαμήλωσε τα μάτια της.
«Ανθρώπινο Παιδί» είπε το Λιοντάρι, «Πού είναι το Αγόρι;»
«Έπεσε από το βράχο» απάντησε η Τζιλ και πρόσθεσε. «Κύριε.» Πώς αλλιώς να τον πει· πάλι, να μην πει τίποτε, δε θα ’τανε σωστό.
«Και πώς το έκανε αυτό το πράγμα, Ανθρώπινο Παιδί;»
«Προσπαθούσε να με βοηθήσει να μην πέσω εγώ, Κύριε.»
«Κι εσύ γιατί στεκόσουν τόσο άκρη, Ανθρώπινο Παιδί;»
«Έκανα επίδειξη, Κύριε.»
«Μιλάς με ειλικρίνεια, Ανθρώπινο Παιδί. Να μην το ξανακάνεις. Και τώρα άκου (για πρώτη φορά το πρόσωπο του Λιονταριού μαλάκωσε λιγάκι), το Αγόρι είναι καλά. Το έστειλα στη Νάρνια. Η αποστολή που θ’ αναλάβεις εσύ είναι ακόμα πιο δύσκολη εξαιτίας της πράξης σου.»
«Σας παρακαλώ, Κύριε, ποια αποστολή;»
«Την αποστολή για την οποία κάλεσα το αγόρι και σένα από το δικό σας κόσμο.»
Η Τζιλ μπερδεύτηκε πάρα πολύ. «Θα με παίρνει για καμιά άλλη» σκέφτηκε. Δεν τόλμησε να πει τη σκέψη της στο Λιοντάρι, αν και πίστευε ότι το μπέρδεμα θα χειροτέρευε αν δεν του μιλούσε.
«Πες τη σκέψη σου, Ανθρώπινο Παιδί» είπε το Λιοντάρι.
«Έλεγα – θέλω να πω – μήπως έγινε κανένα λάθος; Γιατί, ξέρετε, κανένας δε μας κάλεσε το Στούμποου κι εμένα. Εμείς ζητήσαμε να έρθουμε εδώ. Ο Στούμποου είχε πει πως αν καλούσαμε τον – τον Κάποιο – ένα όνομα που εγώ δεν το ξέρω – τότε αυτός ο Κάποιος θα μας άφηνε να έρθουμε. Και το κάναμε αυτό, και βρήκαμε την πόρτα ανοιχτή.»
«Δε θα με είχατε ζητήσει αν δε σας είχα καλέσει εγώ» είπε το Λιοντάρι.
«Μα τότε, Κύριε, ο Κάποιος είστε εσείς;» ρώτησε η Τζιλ.
«Ναι, εγώ είμαι. Άκου τώρα τι αποστολή θ’ αναλάβεις. Μακριά από εδώ, στη χώρα της Νάρνια, υπάρχει ένας γέρος βασιλιάς που ζει μέσα στη θλίψη, γιατί δεν έχει κανέναν πρίγκιπα από το δικό του αίμα για να τον διαδεχθεί. Δεν έχει κληρονόμο, γιατί το μοναχογιό του τον απήγαγαν πολλά χρόνια πριν. Δεν υπάρχει κανένας στη Νάρνια να ξέρει που βρίσκεται ο πρίγκιπας, ούτε καν αν ζει. Πάντως ζει. Σου αναθέτω την εξής αποστολή: να αναζητήσεις το χαμένο πρίγκιπα κι όταν τον βρεις να τον φέρεις πίσω στον πατέρα του. Αλλιώς, ή θα πεθάνεις σ’ αυτή σου την προσπάθεια ή θα επιστρέψεις στον κόσμο σου.»