Выбрать главу

«Καλέ, άντε, ελάτε!» είπε η Τζιλ.

«Και πού είναι ο δρόμος;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος.

«Θα δείτε φανούς σ’ όλο το δρόμο» είπε ο Γκολγκ. «Υψηλότατε, βλέπετε την αρχή του δρόμου σ’ εκείνη την πάντα, πέρα από τ’ άνοιγμα.»

«Για πόση ώρα θα φέγγουν οι φανοί;» ρώτησε ο Λασπομούρμουρος.

Εκείνη τη στιγμή, από τα βάθη της Βισμανίας ακούστηκε ν’ ανεβαίνει μια σφυριχτή φωνή, συριγμός που τσουρούφλιζε, η φωνή της ίδιας της Φωτιάς (αργότερα αναρωτήθηκαν μπας και είχε έρθει από καμιά σαλαμάνδρα).

«Γρήγορα! Γρήγορα! Γρήγορα! Στα βράχια, στα βράχια, στα βράχια!» είπε η φωνή. «Η σχισμή κλείνει. Κλείνει. Κλείνει. Γρήγορα! Γρήγορα!» Και την ίδια στιγμή που τα ’λεγε, οι βράχοι άρχισαν να κουνιούνται με εκκωφαντικούς τριγμούς, να σου σπάνε το τύμπανο. Ώσπου να γυρίσουν να κοιτάξουν, το χάσμα είχε κιόλας στενέψει. Από κάθε πλευρά του, κάποιοι καθυστερημένοι τρέχαν να χωθούν μέσα. Ούτε που είχαν την υπομονή να κατέβουν τα βράχια. Δίναν μια βουτιά και πέφταν με το κεφάλι· τώρα, είτε γιατί από τον πυθμένα τούς ερχόταν τέτοιο δυνατό ρεύμα καυτού αέρα είτε για κάποιον άλλο λόγο, πάντως, τους έβλεπες να πετούν προς τα κάτω σαν φύλλα δέντρων. Όλο και πιο πολλοί πέφτανε ώσπου τα σώματά τους, στίγματα μαυριδερά, έκλεισαν τη θέα του φλογισμένου ποταμού και των κήπων με τα ζωντανά πετράδια. «Γεια και χαρά σας, Εντιμότατοι φίλοι μου! Έφυγα!» φώναξε ο Γκολγκ κι έδωσε κι αυτός μια βουτιά. Πολύ λίγοι είχαν ξεμείνει πίσω του. Το χάσμα τώρα δεν ήταν πλατύτερο από ένα ρυάκι. Τώρα ήταν στενό σαν σχισμή σε γραμματοκιβώτιο. Τώρα μια ολόλαμπρη κλωστή. Ύστερα, μ’ ένα τράνταγμα, θαρρείς και χίλιες αμαξοστοιχίες φορτωμένες εμπορεύματα πέφτανε με φόρα πάνω σε χιλιάδες μπάρες, τα χείλη της ρωγμής έκλεισαν. Εκείνη η καυτή μυρωδιά που σε τρέλαινε εξαφανίστηκε. Οι ταξιδιώτες απόμειναν μονάχοι στα Έγκατα της Γης, σ’ έναν κόσμο που τώρα έμοιαζε ακόμα πιο σκοτεινός από πρωτύτερα. Χλομό, ασθενικό, ανατριχιαστικό το φως που έβγαινε από τους φανούς έδειχνε κατά πού πήγαινε ο δρόμος.

«Έχουμε και λέμε» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Χίλια τα εκατό ότι παρακαθίσαμε εδώ κάτω, αλλά τέλος πάντων. Ας κάνουμε μια προσπάθεια. Τούτοι εδώ οι φανοί ζήτημα να φέγγουν για πέντε λεπτά ακόμα, δε θέλει ρώτημα.»

Προγγήξαν τ’ άλογα να καλπάσουν και ξεχύθηκαν στο μισοσκότεινο δρόμο μεγαλόπρεπα. Όμως άξαφνα είδαν ότι ο δρόμος κατηφόριζε. Παραλίγο θα τους πέρναγε από το μυαλό ότι ο Γκολγκ τους είχε δείξει λάθος δρόμο αν δε βλέπανε στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας κι άλλους φανούς ν’ ανηφορίζουν μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά σου. Όμως στην καρδιά της κοιλάδας, οι φανοί έφεγγαν πάνω σε κινούμενο νερό.

«Βιαστείτε» φώναξε ο Πρίγκιπας. Καλπάζοντας κατέβηκαν την πλαγιά. Και πέντε λεπτά μόνο ν’ αργοπορούσαν, θα τα βρίσκανε σκούρα γιατί, στην κοιλάδα, η παλίρροια ανέβαινε με την ορμή νερού που κινεί νερόμυλο. Και καλά αυτοί θα κολυμπούσαν, αλλά τι θα γινόταν με τ’ άλογα. Για την ώρα, το νερό είχε μοναχά κανά μισό μέτρο βάθος, και μολονότι στροβιλιζόταν με δύναμη γύρω από τα πόδια των αλόγων, κατάφεραν τελικά να φτάσουν στην άλλη άκρη της κοιλάδας σώοι.

Ύστερα άρχισε το αργό, κουραστικό ανέβασμα στην ανηφόρα του λόφου. Μπροστά τους δεν έβλεπαν τίποτα, παρά μόνο το χλομό φως από τους φανούς που σκαρφάλωναν όλο και πιο ψηλά, μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά τους. Γύριζαν πίσω το κεφάλι κι έβλεπαν το νερό ολοένα να απλώνεται. Όλοι οι λόφοι του Κόσμου στα Έγκατα της Γης είχαν γίνει τώρα νησίδες και μοναχά πάνω σ’ αυτές συνέχιζαν να υπάρχουνε φανοί. Κάθε λεπτό, κάποιο μακρινό φως χανόταν. Σε λίγο όλα θα τα σκέπαζε μαύρο σκοτάδι· όλα εκτός από την ανηφόρα που είχαν πάρει. Μα ακόμα και σ’ αυτό το λόφο, πίσω τους, χαμηλά, τα φώτα μπορεί να μην είχαν σβήσει, αντιφέγγιζαν όμως πάνω σε νερό πια.

Αν και είχαν σοβαρούς λόγους να βιάζονται, έβλεπαν ότι τ’ άλογά τους έπρεπε να ξαποστάσουν για λίγο. Σταμάτησαν: στη σιγαλιά ακουγόταν το πάφλασμα του νερού.

«Άραγε αυτός ο πώς τόνε λένε – ο Μπαρμπα-Χρόνος – να ’χει πλημμυρίσει τώρα;» είπε η Τζιλ. «Κι όλα εκείνα τα παράξενα πλάσματα που κοιμόνταν…»

«Δε νομίζω να ’χουμε φτάσει τόσο ψηλά» είπε ο Ευστάθιος. «Ξέχασες ότι κατεβήκαμε την πλαγιά του λόφου κι ύστερα βρήκαμε την ανήλιαγη θάλασσα; Δεν μπορεί να ’χει φτάσει κιόλας το νερό μέχρι τη σπηλιά του.»

«Δεν πάει να ’χει φτάσει» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Εμένα άλλο με απασχολεί: οι φανοί στο δρόμο. Κάπως αρρωστιάρικο δεν είναι το φως τους;»

«Έτσι ήταν πάντα» είπε η Τζιλ.

«Καλά» είπε ο Λασπομούρμουρος, «όμως τώρα είναι πιο κιτρινιάρικο».

«Τι θες να πεις, δηλαδή, ότι όπου να ’ναι θα σβήσουν;» φώναξε ο Ευστάθιος.