Выбрать главу

«Κοίτα να δεις, ό,τι χρώμα και να ’χουν, δε φαντάζομαι να σου περνάει απ’ το μυαλό ότι θα φέγγουνε για πάντα» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Μην απογοητεύεσαι, όμως, Στούμποου. Έγώ έχω το νου μου και στο νερό· βλέπω λοιπόν ότι δεν ανεβαίνει πια τόσο γρήγορα όσο πρωτύτερα.»

«Μικρή παρηγοριά, φίλε μου» είπε ο Πρίγκιπας, «αν δεν καταφέρουμε να βγούμε από δω. Ζητώ την επιείκειά σας, όλων σας. Το φταίξιμο είναι δικό μου, γιατί από τη ματαιοδοξία μου και τη φαντασιοπληξία μου, καθυστερήσαμε εκεί στο στόμιο της Βισμανίας. Τώρα δε μένει παρά να συνεχίσουμε».

Για καμιά ώρα και κάτι, η Τζιλ πότε πότε σκεφτόταν ότι ο Λασπομούρμουρος είχε δίκιο σ’ ό,τι είχε πει για τους φανούς· άλλοτε πάλι της φαινόταν πως ήταν της φαντασίας της. Στο αναμεταξύ, το τοπίο άλλαζε. Η οροφή του Κόσμου στα Έγκατα της Γης ήταν τώρα τόσο χαμηλά που ακόμα και σ’ αυτό το αμυδρό φως μπορούσες να τη δεις καθαρά. Και οι πανύψηλοι ανώμαλοι τοίχοι του Κόσμου αυτού, θαρρείς και τώρα είχαν έρθει πιο κοντά τους. Πραγματικά, ο δρόμος τούς οδηγούσε ψηλά σε μια σήραγγα. Άρχισαν να προσπερνούν κασμάδες και φτυάρια και καροτσάκια κι άλλα, σημάδια ότι οι σκαφτιάδες είχαν δουλέψει εκεί πρόσφατα. Αν μπορούσαν να ’ναι απόλυτα σίγουροι ότι αυτή ήταν η έξοδος που γύρευαν, όλα τούτα τα σημάδια θα τους γέμιζαν χαρά. Όμως δεν τους ήταν καθόλου ευχάριστη η σκέψη ότι προχωρούσαν σ’ ένα λαγούμι που ολοένα στένευε, πράμα που μετά θα δυσκόλευε την επιστροφή τους.

Τελικά, η οροφή έφτασε να ’ναι τόσο χαμηλή που ο Λασπομούρμουρος κι ο Πρίγκιπας κουτουλάγαν πάνω της. Οι σύντροφοι ξεκαβαλίκεψαν και συνέχισαν, μπροστά αυτοί, πίσω τ’ άλογα. Ο δρόμος ήταν ανώμαλος τόπους τόπους κι έπρεπε να προσέχεις πολύ πού πάταγες. Αυτό έκανε την Τζιλ να προσέξει ότι το σκοτάδι γινόταν όλο και πιο βαθύ. Ήταν βέβαιο αυτό. Τα πρόσωπα των άλλων τής φαίνονταν πιο αλλόκοτα και τρομαχτικά στην πρασινωπή ανταύγεια. Κι ύστερα, ξαφνικά (δεν κρατήθηκε) της ξέφυγε μια κραυγή. Ένα φως, αυτό που ’ταν μπροστά τους, έσβησε. Το ίδιο κι αυτό που ήταν πίσω τους. Κι ύστερα έπεσε απόλυτο σκοτάδι.

«Κουράγιο, φίλοι μου» ακούστηκε η φωνή του Πρίγκιπα Ριλιανού. «Είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε, ο Ασλάν θα ’ναι ο καλός μας κύριος.»

«Έτσι είναι, Κύριέ μου» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Και να μην ξεχνάμε ούτε στιγμή ότι υπάρχει και κάτι καλό στο ότι έχουμε παγιδευτεί εδώ μέσα: θα γλιτώσουμε τα έξοδα της κηδείας.»

Η Τζιλ ίσα που κρατήθηκε να μην πει τίποτα. (Αν δε θέλετε να πάρουν οι άλλοι μυρωδιά πόσο τρομοκρατημένοι είστε, αυτό είναι το πιο σοφό πράγμα που έχετε να κάνετε: γιατί αυτό που σε προδίδει είναι η φωνή σου.)

«Δε μου λέτε, αντί να καθόμαστε εδώ, δεν προχωράμε καλύτερα;» είπε ο Ευστάθιος. Σαν άκουσε το τρέμουλο της δικής του φωνής, η Τζιλ σκέφτηκε τι καλά που είχε κάνει να μη βασιστεί στη δική της.

Ο Λασπομούρμουρος κι ο Ευστάθιος προχώρησαν πρώτοι με τα χέρια τεντωμένα μπροστά τους, μην τυχόν και κουτουλήσουν πουθενά: η Τζιλ κι ο Πρίγκιπας ακολουθούσαν οδηγώντας τ’ άλογα.

«Δε μου λέτε» ακούστηκε πάλι λίγο αργότερα η φωνή του Ευστάθιου, «έχουν πάθει τίποτα τα μάτια μου ή είναι φως κείνο κει ψηλά;»

Πριν προλάβει να του απαντήσει κανείς, ο Λασπομούρμουρος φώναξε: «Στοπ. Δεν πάει άλλο. Κι αυτό που πιάνω είνα χώμα, δεν είναι βράχος. Τι είπες, Στούμποου;»

«Μα το Λιοντάρι» είπε ο Πρίγκιπας, «θαρρώ πως ο Ευστάθιος έχει δίκιο. Κάτι βλέπω σαν…»

«Όχι πάντως σαν το φως της μέρας» είπε η Τζιλ. «Εγώ το μόνο που βλέπω είναι ένα πράμα σαν κρύο γαλάζιο φως.»

«Ε, και λοιπόν; Δε σου φτάνει δηλαδή;» είπε ο Ευστάθιος. «Το θέμα είναι μπορούμε να φτάσουμε μέχρι εκεί;»

«Δεν είναι ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δηλαδή, από πάνω μας είναι, αλλά βγαίνει από αυτόν τον τοίχο που ακούμπησα. Δε μου λες, Πόουλ, δεν έρχεσαι να σε σηκώσω στους ώμους μου μπας και φτάσεις μέχρις εκεί;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η εξαφάνιση της Τζιλ

Και που υπήρχε εκείνο το φωτεινό μπαλωματάκι, πάλι δεν έβγαινε τίποτα με το σκοτάδι που ’χαν γύρω τους. Η Τζιλ πάλευε ν’ ανέβει στους ώμους του Βαλτο-Ψηλολέλεκα, αλλά κι αυτό όχι ότι το βλέπανε οι άλλοι, μοναχά τ’ άκουγαν. Άκουσαν, δηλαδή, τη φωνή του Λασπομούρμουρου να λέει: «Σιγά ντε! Δεν είπαμε να χώνεις το δάχτυλό σου μέσα στο μάτι μου» και «Πάρε το πόδι σου μέσα απ’ το στόμα μου» ή «Τώρα πάμε καλύτερα» και «Κοίτα να δεις, τώρα θα κρατήσω γερά τα πόδια σου για να ’χεις τα χέρια σου λεύτερα να στηριχτείς στο τοίχωμα».

Καθώς κοίταξαν καταπάνω, σε λιγάκι, είδαν το σκούρο περίγραμμα του κεφαλιού της Τζιλ κόντρα στο λιγοστό φως.

«Λοιπόν; Λοιπόν;» φώναξαν όλοι με αγωνία.

«Έχει μια τρύπα εδώ» ακούστηκε η φωνή της Τζιλ. «Αν την έφτανα, θα μπορούσα να περάσω από μέσα.»