Выбрать главу

«Και τι βλέπεις από κει;»

«Ε, τι να δω! Ακόμα τίποτε» είπε η Τζιλ. «Ξέρεις κάτι, Λασπομούρμουρε; Άσε τα πόδια μου κι αντί να κάθομαι στους ώμους σου, καλύτερα να πατήσω πάνω. Έτσι θα στηριχτώ πιο καλά στην άκρη της τρύπας.»

Την άκουσαν που άλλαζε θέση κι ύστερα, στο γκρίζο φως που έμπαινε από το άνοιγμα, φάνηκε να διαγράφεται το σώμα της μέχρι τη μέση.

«Ξέρετε κάτι…» άρχισε να λέει η Τζιλ και, ξαφνικά, αυτό που άρχισε να λέει κόπηκε στη μέση με μια κραυγή: όχι ιδιαίτερα δυνατή. Έμοιαζε περισσότερο σαν να της είχαν φράξει το στόμα ή σαν να της το ’χανε μπουκώσει. Ύστερα σαν να ξαναβρήκε τη φωνή της, πάτησε κάτι ξεφωνητά μ’ όση δύναμη είχε, αλλά δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τι ακριβώς έλεγε. Τότε, δυο πράγματα έγιναν ταυτόχρονα. Για κανά δυο δευτερόλεπτα, εκείνο το φωτεινό μπάλωμα χάθηκε ολότελα· ύστερα άκουσαν μια φασαρία λες και γινόταν πάλη και τη φωνή του Λασπομούρμουρου γεμάτη αγωνία: «Γρήγορα! Βοηθείστε! Κρατείστε τα πόδια της. Κάποιος την τραβάει. Εκεί, εκεί. Όχι, εδώ. Πάει! Τώρα είναι αργά».

Το άνοιγμα κι εκείνο το ψυχρό φως που τρύπωνε, τώρα φαίνονταν πάλι κατακάθαρα. Όμως η Τζιλ είχε εξαφανιστεί.

«Τζιλ! Τζιλ!» φώναξαν σαν τρελοί, αλλά απάντηση δεν έπαιρναν καμιά.

«Που να πάρει! Δεν μπορούσες να της κρατάς τα πόδια!» είπε ο Ευστάθιος.

«Δεν ξέρω, βρε Στούμποου» κλαψούρισε ο Λασπομούρμουρος. «Είμαι γεννημένος γκαντέμης, δε θέλει ρώτημα. Τέτοιο είναι το ριζικό μου. Η μοίρα μου το ’χε να φέρω το θάνατο της Πόουλ, έτσι όπως ήταν της μοίρας μου να φάω τότε στο Χάρφανγκ Ελάφι που Μιλάει. Όχι ότι δε φταίω κι εγώ, δηλαδή.»

«Μεγαλύτερη ντροπή και θλίψη δε θα μπορούσε να μας τύχει» είπε ο Πρίγκιπας. «Στείλαμε μια γενναία κόρη στα χέρια του εχθρού κι εμείς μείναμε στα μετόπισθεν, καλοβολεμένοι στην ασφάλειά μας.»

«Μη μας τα λέτε και τόσο μαύρα κι άραχλα, Κύριέ μου» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Σιγά την ασφάλεια που ’χουμε να πάμε από ασιτία, θαμμένοι μέσα σε τούτη την τρύπα.»

«Άραγε εγώ να χωράω να περάσω από την τρύπα όπως πέρασε η Τζιλ;» είπε ο Ευστάθιος.

Στο αναμεταξύ ακούστε τι είχε συμβεί στην Τζιλ. Με το που έβγαλε το κεφάλι της έξω από την τρύπα, ενώ περίμενε πως θα ’ταν σαν να κοίταζε κάτω από κάποια καταπακτή προς τα πάνω, εκείνη βρέθηκε να κοιτάει κατά κάτω από ψηλά λες και βρισκόταν στο παράθυρο κάποιου ορόφου. Κι επειδή τα μάτια της ήταν συνηθισμένα τόσο καιρό στο σκοτάδι, δεν μπορούσαν να πιάσουν με το πρώτο τα όσα έβλεπε: μ’ εξαίρεση βέβαια το γεγονός ότι αυτό που έβλεπε δεν ήταν το φως της ημέρας, ο ηλιόλουστος κόσμος που τόσο λαχταρούσε να δει. Ο αέρας ήταν τσουχτερός και το φως χλομό και γαλαζωπό. Ακόμα πρόσεξε πως γινόταν πολλή φασαρία κι ότι κάτι άσπρα πράματα πέταγαν εδώ κι εκεί στον αέρα. Αυτά όλα τη στιγμή που φώναξε στο Λασπομούρμουρο να την αφήσει να πατήσει πάνω στους ώμους του.

Πατώντας πάνω του, κατάφερε να δει και να ακούσει πολύ καλύτερα. Όλος αυτός ο θόρυβος, λοιπόν, που άκουγε, προερχόταν από τις εξής δυο πηγές: το ρυθμικό πάτημα από πολλά πόδια και τη μουσική από τέσσερα βιολιά, τρεις αυλούς κι ένα τύμπανο. Ξεκαθάρισε δε και κάτι ακόμα: το πού βρισκόταν. Είχε λοιπόν θέα από μια τρύπα σε μια απότομη πλαγιά, που κατέληγε σε ίσιωμα κάπου πέντε μέτρα παρακάτω. Όλα ήταν κατάλευκα. Κόσμος και κοσμάκης πηγαινοερχόταν. Και ξαφνικά της κόπηκε η ανάσα! Όλο αυτό το πλήθος ήταν μικροί Φαύνοι και Δρυάδες με τα γιορτινά τους, και με τα μαλλιά τους να κυματίζουν στεφανωμένα με φύλλα. Για κάποιο δευτερόλεπτο της φάνηκε ότι πήγαιναν πέρα δώθε στα κουτουρού· μετά όμως κατάλαβε ότι χόρευαν – χόρευαν ένα χορό με τόσο πολύπλοκα βήματα και φιγούρες, που της πήρε κάποιο χρόνο για να τον καταλάβει. Μετά, σαν να τη χτύπησε αστροπελέκι, της ήρθε η σκέψη ότι αυτό το χλομό, σκουρογάλανο φως στην πραγματικότητα ήταν φεγγαρόφωτο κι ότι αυτή η ασπρίλα πάνω στο έδαφος στην πραγματικότητα ήταν χιόνι. Και ήταν! Κι ήταν αστέρια πάνω από το κεφάλι της αυτά που πρόβαλλαν πάνω στο μαύρο παγερό ουρανό. Κι εκείνα τα ψηλά μαύρα πράματα πίσω από τους χορευτές ήταν δέντρα. Δεν ήταν μόνο ότι είχαν βγει στον Επάνω Κόσμο επιτέλους, αλλά και σ’ αυτή την ίδια την καρδιά της Νάρνια. Η Τζιλ ένιωσε πως θα λιγοθυμούσε από τη χαρά της· κι εκείνη η μουσική – η άγρια, η μεθυστική μουσική κι όμως ούτε στο ελάχιστο τρομακτική, γεμάτη από την καλώς νοούμενη μαγεία, όχι σαν τη μουσική που έβγαινε απ’ το γρατσούνισμα της Μάγισσας – την έκανε να νιώθει όλο και καλύτερα.

Βέβαια όλα αυτά σου παίρνουν πολλή ώρα για να τα διηγηθείς, αλλά ελάχιστη για να τα δεις. Σχεδόν αμέσως η Τζιλ έσκυψε για να φωνάξει στους άλλους, «Ξέρετε κάτι; Τα καταφέραμε. Βγήκαμε έξω! Γυρίσαμε πίσω!» Ο λόγος όμως που δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από το «Ξέρετε κάτι» ήταν ο εξής. Κάνοντας κύκλο γύρω από τους χορευτές ήταν ένας δακτύλιος από Νάνους. Φοράγαν όλοι τα καλά τους· οι περισσότεροι ολοπόρφυρα ρούχα, με κουκούλες φοδραρισμένες με γουνάκι και χρυσαφιές φούντες και ψηλές γούνινες μπότες που τους φτάναν πάνω απ’ το γόνατο. Καθώς κάναν κύκλους, πέταγαν χιονομπαλιές με ιδιαίτερη ευστοχία. (Αυτά ήταν τα λευκά πετούμενα που είχε δει νωρίτερα η Τζιλ.) Οι Νάνοι δε βάζαν στόχο τους χορευτές όπως κάνουν όλα τα χαζά αγόρια στην Αγγλία. Αυτοί πέταγαν τις μπαλιές ανάμεσα στους χορευτές τόσο τέλεια συγχρονισμένοι με τη μουσική, και πετυχαίνανε τόσο καλά το στόχο ώστε, αν όλοι οι χορευτές βρίσκονταν στη σωστή θέση, στη σωστή ώρα, τότε κανένας τους δεν έτρωγε χιονομπαλιά. Αυτός ο χορός λέγεται ο Μεγάλος Χορός του Χιονιού και τον γιορτάζουνε κάθε χρόνο στη Νάρνια την πρώτη νύχτα με φεγγάρι που θα το ’χει στρώσει. Είναι βέβαια κάτι ανάμεσα σε παιχνίδι και χορό, γιατί πότε πότε κάποιος χορευτής που θα ξεφύγει λιγάκι τρώει και μια χιονομπαλιά στα μούτρα κι όλοι σκάνε στα γέλια. Όταν έχεις να κάνεις όμως με μια ομάδα με καλούς χορευτές, Νάνους και μουσικούς, μπορεί να περνάνε ώρες ολόκληρες και να μην την τρώει κανείς τους. Τις γλυκιές νύχτες, με την παγωνιά, με τα τύμπανα να χτυπούν, με τις κουκουβάγιες να κρώζουν, και με το φεγγαρόφωτο, το αίμα που κυλάει μέσα σε τούτα τα πλάσματα τα ριζωμένα στα δάση ανάβει, κι ο χορός τους γίνεται πιο άγριος και κρατάει μέχρι το χάραμα. Μακάρι να ’σασταν από μια μεριά να τον βλέπατε κι εσείς.