Εκείνο που έκοψε τα λόγια της Τζιλ όταν έφτασε στο κάτι του «Ξέρετε κάτι», ήταν βέβαια απλά και μόνο μια ξεγυρισμένη χιονομπαλιά που της ήρθε περνώντας ανάμεσα από τους χορευτές. Την είχε ξαποστείλει ένας Νάνος από την απέναντι, μεριά και τη βρήκε ωραία και καλά κατευθείαν στο στόμα. Δεν την πείραξε καθόλου· όχι μία, είκοσι χιονομπαλιές να ’τρωγε εκείνη τη στιγμή, το ηθικό της δεν έπεφτε με τίποτα. Όση χαρά και να την έχεις όμως, με το στόμα γεμάτο δεν μπορείς να μιλήσεις. Και όταν πια, μετά από μερικές απόπειρες, κατάφερε να ξαναμιλήσει καθαρά, πάνω στον ενθουσιασμό της ούτε που θυμήθηκε ότι οι άλλοι, πίσω της, κάτω στα μαύρα σκοτάδια, ακόμα δεν είχαν ιδέα για τα ευχάριστα νέα. Εκείνη τέντωσε το κεφάλι της έξω από την τρύπα όσο μπορούσε και φώναξε δυνατά κατά τη μεριά των χορευτών.
«Βοήθεια! Βοήθεια! Είμαστε θαμμένοι στο λόφο. Ελάτε να μας ξεθάψετε.»
Οι Ναρνιανοί, που χαμπάρι δεν είχαν γι’ αυτή την τρυπούλα στο λόφο, φυσικά τα ’χασαν. Σαστισμένοι, λοιπόν, κοίταγαν αλλού κι αλλού μέχρι να καταλάβουν από πού ερχόταν η φωνή. Μόλις όμως είδαν την Τζιλ, πιάσαν όλοι τους να τρέχουν κατά κει και κάμποσοι κατάφεραν να σκαρφαλώσουν την πλαγιά· θα ’ταν καμιά δεκαριά χέρια και βάλε που απλώθηκαν για να την τραβήξουν. Η Τζιλ κρατήθηκε γερά και βγήκε από την τρύπα παίρνοντας μια γλίστρα με τη μούρη. Μετά σηκώθηκε όρθια και είπε:
«Αχ, να χαρείτε! Βοηθείστε και τους άλλους. Είναι τρεις ακόμα, χώρια τα άλογα. Κι ο ένας απ’ αυτούς είναι ο Πρίγκιπας Ριλιανός».
Ένα τσούρμο ολόκληρο την είχε κιόλας περιτριγυρίσει, γιατί, εκτός από τους χορευτές, ήταν και διάφοροι άλλοι, απλοί θεατές, που η Τζιλ δεν τους είχε προσέξει νωρίτερα και που φτάσαν εκεί τρέχοντας. Σκίουροι ξετρύπωσαν μέσα από τα δέντρα κατά κύματα, το ίδιο και Κουκουβάγιες. Σκαντζόχοιροι που περπατάγαν σαν παπάκια κατέφθασαν όσο πιο γρήγορα τους πήγαιναν τα ποδαράκια τους. Αρκούδοι κι Ασβοί έρχονταν ξοπίσω τους σουνάμενοι κουνάμενοι. Ένας πελώριος Πάνθηρας που τίναζε την ουρά του με κέφι ήταν ο τελευταίος που έσμιξε με την παρέα.
Μόλις κατάλαβαν τι έλεγε η Τζιλ, αμέσως ανασκουμπώθηκαν όλοι τους. «Παιδιά, κασμάδες και φτυάρια! Κασμάδες και φτυάρια! Τρεχάτε, φέρτε τα!» φώναξαν οι Νάνοι και ξεχύθηκαν στο δάσος φουλαριστοί. «Ξυπνήστε τους Τυφλοπόντικες. Αυτοί είναι μανούλες στο σκάψιμο. Πιάνει το χέρι τους σχεδόν όσο και των Νάνων» είπε μια φωνή. «Τι είπε αυτή η κοπελίτσα για τον Πρίγκιπα Ριλιανό;» είπε κάποια άλλη φωνή. «Σουτ!» είπε ο Πάνθηρας. «Της έστριψε της καψερής· κι εδώ που τα λέμε τόσον καιρό χαμένη μέσα στο λόφο!» «Σωστά!» είπε ένας γερο-Αρκούδος. «Μα δε μου λέτε, είπε πως ο Πρίγκιπας Ριλιανός είναι άλογο;» – «Κολοκύθια που το ’πε» είπε ένας αναιδέστατος Σκίουρος. «Το μάτι σου το κλούβιο» φώναξε ένας άλλος Σκίουρος, ακόμα χειρότερος.
«Αλήθεια σ-σ-σας λέω. Μη λέτε σ-σ-σαχλαμάρες τώρα» είπε η Τζιλ. Μίλαγε έτσι γιατί τα δόντια της τώρα χτύπαγαν από το κρύο.
Στη στιγμή, μια Δρυάδα την τύλιξε μ’ ένα γούνινο μανδύα που ’χε πέσει από κάποιο Νάνο την ώρα που έτρεχε βιαστικά να φέρει τα σκαπτικά του εργαλεία. Ένας υποχρεωτικότατος Φαύνος εξαφανίστηκε μέσα στο σύδεντρο· η Τζιλ είδε από μακριά μια φωτιά να καίει στο στόμιο μιας σπηλιάς· από κει ο Φαύνος της έφερε να πιει κάτι ζεστό. Στο αναμεταξύ, είχαν καταφθάσει όλοι οι Νάνοι με φτυάρια και κασμάδες κι όρμησαν κατά την πλαγιά. Τότε η Τζιλ άκουσε κάποιους Νάνους να φωνάζουν δυνατά: «Έι! Τι κάνεις εκεί! Μάζεψ’ το σπαθί σου», και «Έλα, βρε παιδάκι μου, κάτσε ήσυχα» και «Μωρέ, για δες το τό ’μοβόρικο!» Η Τζιλ έτρεξε κατά κει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα βλέποντας να ξεπροβάλλει μέσα από τη σκοτεινή τρύπα ένα κάτωχρο, θεοβρόμικο μούτρο, του Ευστάθιου, κι ένα χέρι, το δεξί του, που κράδαινε ένα σπαθί έτοιμο να καταφέρει γερό χτύπημα σ’ όποιον ζύγωνε.