Φυσικά τα τελευταία λίγα λεπτά που είχαν περάσει, στον Ευστάθιο είχαν συμβεί πολύ πιο διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι στην Τζιλ. Είχε ακούσει την κραυγή της Τζιλ και μετά την είδε να εξαφανίζεται στο άγνωστο. Σαν τον Πρίγκιπα και το Βαλτο-Ψηλολέλεκα, κι αυτός είχε πιστέψει πως την είχε αρπάξει κάποιο χέρι εχθρικό. Κι από κει κάτω που βρισκόταν δεν μπορούσε να καταλάβει ότι εκείνο το αμυδρό, γαλαζωπό φως που έβλεπε ήταν φεγγαρόφωτο. Φανταζόταν ότι η τρύπα οδηγούσε απλώς σε κάποια άλλη σπηλιά, που φωτιζόταν από ένα αμυδρό φωσφορικό φως, γεμάτο με πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης, που ένας θεός ήξερε τι φοβερά ήταν. Έτσι, όταν έπεισε το Λασπομούρμουρο να τον αφήσει να πατήσει στην πλάτη του και τράβηξε το σπαθί του και ξεπρόβαλε από την τρύπα, θαρρούσε πως έκανε κάτι πολύ ηρωικό. Ήταν το πρώτο πράγμα που θα κάναν κι οι άλλοι βέβαια, αλλά η τρύπα παραήταν μικρή για να περάσουν. Ο Ευστάθιος ήταν λίγο πιο μεγαλόσωμος από την Τζιλ και πολύ πιο άτσαλος, όταν έκανε λοιπόν να βγάλει το κεφάλι του έξω από την τρύπα για να δει τι γινόταν, κουτούλησε πάνω στο χώμα προκαλώντας μια μικρή χιονοστιβάδα που του ’ρθε κατάμουτρα. Όταν κατάφερε να την τινάξει από τα μάτια του και είδε αυτά τα μικρά στίφη να ’ρχονται τρεχάτα καταπάνω του, ε, δεν είναι και περίεργο που προσπάθησε να τους κατατροπώσει.
«Σταμάτα, παιδάκι μου!» φώναξε η Τζιλ. «Φίλοι είναι οι καημένοι! Δεν το βλέπεις; Φτάσαμε στη Νάρνια. Έπιτέλους, γλιτώσαμε!»
Όταν ο Ευστάθιος κατάλαβε τι συνέβαινε ζήτησε συγγνώμη από τους Νάνους (κι εκείνοι είπαν, καλά δεν πειράζει), και δεκάδες παχουλά, τριχωτά νανίσια χεράκια τον βοήθησαν να βγει όπως νωρίτερα είχαν βοηθήσει την Τζιλ. Ύστερα, η Τζιλ που μπουσουλώντας κακήν κακώς σκαρφάλωσε την πλαγιά κι έφτασε στην τρύπα, έχωσε το κεφάλι της μέσα στο σκοτεινό άνοιγμα για να πει τα καλά μαντάτα στους έγκλειστους. Όταν έκανε να τραβηχτεί πίσω, άκουσε τον Λασπομούρμουρο να μουρμουράει: «Βρε τη φουκαριάρα την Πόουλ. Της παράπεσε βαρύ όλο αυτό που τράβηξε τώρα στο τέλος. Της έστριψε, δε θέλει ρώτημα. Αρχίζει και παραλογίζεται».
Η Τζιλ κι ο Ευστάθιος ξανάσμιξαν και πιάσαν τις χαιρετούρες ρουφώντας βαθιές ανάσες από το καθάριο νυχτερινό αεράκι. Ένας ζεστός μανδύας έφτασε αμέσως για τον Ευστάθιο και ζεστό ρόφημα και για τους δυο. Όσο εκείνοι ρουφούσαν το ζεστό τους, οι Νάνοι είχαν κιόλας απομακρύνει το χιόνι και το χορταριασμένο χώμα σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της πλαγιάς γύρω από την αρχική τρύπα. Οι κασμάδες και τα φτυάρια πηγαινοέρχονταν με το ίδιο κέφι όπως και τα πόδια των Δρυάδων και των Φαύνων στο χορό πριν δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά μόνο! Όμως στην Τζιλ και στον Ευστάθιο φαινόταν λες κι όλοι οι κίνδυνοι που είχαν περάσει μέσα στα σκοτάδια και στη ζέστη και στην αποπνικτική ατμόσφαιρα στα Έγκατα της Γης, δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Εδώ έξω, στην ψυχρούλα, με το φεγγάρι και τα πελώρια αστέρια πάνω από το κεφάλι τους (τ’ αστέρια στη Νάρνια είναι πιο χαμηλά από ό,τι στον κόσμο το δικό μας) και μ’ όλες εκείνες τις καλοσυνάτες, χαρωπές φατσούλες τριγύρω τους, δε θα πίστευες με τίποτα στην ύπαρξη ενός κόσμου στα βάθη της γης.
Δεν είχαν αποτελειώσει το ζεστό τους ρόφημα, όταν εμφανίστηκαν καμιά δεκαριά Τυφλοπόντικες, που τους είχαν φέρει σηκωτούς, και επομένως αγουροξυπνημένους, και γι’ αυτό διόλου ενθουσιασμένους. Μόλις όμως κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται, στρώθηκαν κι αυτοί στη δουλειά και με κέφι μάλιστα. Ακόμα και οι Φαύνοι φάνηκαν χρήσιμοι κουβαλώντας μακριά το χώμα μέσα σε καροτσάκια, ενώ οι Σκίουροι χοροπηδούσαν πάνω κάτω με τρελή χαρά αν και η Τζιλ δεν κατάλαβε ποτέ της τι θαρρούσαν ότι έκαναν. Οι Αρκούδες κι οι Κουκουβάγιες αρκέστηκαν να δίνουν συμβουλές και συνέχεια ρωτούσαν τα παιδιά μήπως και προτιμούσαν να πάνε στη σπηλιά (εκεί που η Τζιλ είχε δει να καίει η φωτιά), για να ζεστοκοπηθούν και να φαν καμιά μπουκιά. Τα παιδιά όμως ούτε ν’ ακούσουν δε θέλαν ότι θα φεύγανε δίχως να δουν τους φίλους τους επιτέλους ελεύθερους.
Στον κόσμο το δικό μας, δεν μπορώ να σκεφτώ έναν άνθρωπο να κάνει τη δουλειά που κάναν στη Νάρνια οι Νάνοι και οι Τυφλοπόντικες που Μιλάνε· θα μου πείτε βέβαια ότι αυτοί δεν το θεωρούν δουλειά. Σκάψιμο δώσ’ τους και πάρ’ τους την ψυχή. Έτσι λοιπόν πριν περάσει πολλή ώρα, είχαν κιόλας ανοίξει ένα μεγάλο μαύρο χάσμα στην πλαγιά του λόφου. Και να σου μέσα από τα σκοτάδια – κοψοχόλιασμα μεγάλο αν δεν ήξερες ποιοι ήταν – ξεπρόβαλε πρώτα μια στενόμακρη σιλουέτα όλο πόδια κι ένα σουβλερό καπέλο, ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας και ξοπίσω, τραβώντας από τα γκέμια δυο μεγαλόπρεπα άλογα ο ίδιος ο Πρίγκιπας Ριλιανός.