Με το που εμφανίστηκε ο Λασπομούρμουρος ξέσπασαν σε φωνές όλοι τους: «Καλέ, ένας Ψηλολέλεκας –βρε, βρε, βρε, ο καλός μας ο Λασπομούρμουρος – ο καλός μας ο Λασπομούρμουρος από τους Ανατολικούς Βάλτους – τι έγινες, βρε Λασπομούρμουρε! Χάθηκες! –στείλανε λυτούς και δεμένους για να σε βρουν – ο Λόρδος Τράμπκιν κόλλησε παντού ανακοινώσεις – μέχρι και αμοιβή προσφέρουν για όποιον σε βρει!» Όμως, μονομιάς, πώς κόβεται μαχαίρι κάθε θόρυβος τη στιγμή που ο Διευθυντής ανοίγει την πόρτα του κοιτώνα όπου γίνεται χαμός, έτσι κάθε κουβέντα σταμάτησε κι έπεσε νεκρική σιγή. Γιατί τώρα είδαν όλοι μπροστά τους τον Πρίγκιπα Ριλιανό.
Κανένας δεν είχε την παραμικρή υποψία για το ποιος ήταν. Ένα σωρό Ζώα και Δρυάδες και Νάνοι και Φαύνοι τον θυμόνταν πολύ πριν τον μαγέψουν. Οι γεροντότεροι αμέσως θυμήθηκαν τον πατέρα του, το Βασιλιά Κασπιανό στα νιάτα του, τέτοια ομοιότητα είχαν. Όμως εμένα μου φαίνεται ότι θα τον αναγνώριζαν όπως και να ήταν. Αν και χλομός από τη μακρόχρονη αιχμαλωσία στις Χώρες του Ερέβους, στα μαύρα του, σκονισμένος κι ατημέλητος και καταβεβλημένος, είχε ωστόσο η όλη του εμφάνιση έναν αέρα αλάθητο. Τον αέρα που υπάρχει στο πρόσωπο όλων των αληθινών βασιλιάδων της Νάρνια, αυτών που κυβερνούν με τη βούληση του Ασλάν και ζουν στο Κάιρ Πάραβελ, στο θρόνο του Μεγάλου Βασιλιά Πέτρου. Στη στιγμή, παντού κεφάλια ξέσκεπα και γόνατα λυγισμένα· κι αμέσως μετά, έγινε το σώσε· τέτοιες ήταν οι ζητωκραυγές και οι φωνές, τέτοιοι οι πήδοι κι η ξέφρενη χαρά, τέτοιες οι χαιρετούρες, τα φιλιά και τ’ αγκαλιάσματα ο ένας με τον άλλο, που τα μάτια της Τζιλ γέμισαν δάκρυα. Τα όσα είχαν περάσει για να βρουν τον Πρίγκιπα άξιζαν τον κόπο.
«Να με συμπαθά ο Μεγαλειότατος» είπε ο γεροντότερος Νάνος, «έχουμε ετοιμάσει κάποιο μεζεδάκι πέρα εκεί στη σπηλιά, να το γιορτάσουμε τώρα που τελειώνει ο χορός του χιονιού».
«Μετά χαράς, Γέροντα» είπε ο Πρίγκιπας. «Εξάλλου δε νομίζω ότι υπήρξε ποτέ Πρίγκιπας, Ιππότης, Άρχοντας ή Υποτακτικός να είχε την όρεξη που ’χουμε απόψε εμείς οι τέσσερις πλάνητες.»
Ολάκερο το πλήθος κίνησε κατά τη σπηλιά περνώντας μέσα απ’ το σύδεντρο. Η Τζιλ άκουσε το Λασπομούρμουρο να λέει σ’ αυτούς που συνωστίζονταν τριγύρω του. «Όχι, όχι, αφήστε! Η ιστορία μου μπορεί να περιμένει. Ε, δε μου συνέβη και τίποτε που ν’ αξίζει να το διηγηθώ. Εγώ θέλω να μάθω τα δικά σας. Και μη μου τα λέτε με το μαλακό· τα προτιμάω μονοκοπανιά. Καραβοτσακίστηκε ο Βασιλιάς μας; Πήραν φωτιά τα δάση; Κανάς πόλεμος στα σύνορα της Καλορμίνας; Ή κανάς δράκοντας; Κάτι θα ’γινε, δε θέλει ρώτημα!» Κι όλα τα πλάσματα τριγύρω βάλαν τα γέλια λέγοντας: «Βρε, σαν ν’ ακούω το Βαλτο-Ψηλολέλεκα να μιλάει!»
Τα δυο παιδιά δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους από την κούραση και την πείνα, η ζεστασιά όμως της σπηλιάς, και η θέα της μονάχα, με τις φλόγες της φωτιάς να χορεύουν πάνω στους τοίχους, στα ντουλάπια, στα φλιτζάνια και στα πιάτα και πάνω στο λείο πέτρινο δάπεδο, λες και βρίσκονταν σε κουζίνα αγροτόσπιτου, όλα αυτά τους τόνωσαν λιγάκι. Ωστόσο, ώσπου να ετοιμαστεί το δείπνο, τους πήρε ο ύπνος. Κι όση ώρα κοιμόνταν, ο Πρίγκιπας Ριλιανός μιλούσε για όλη τους την περιπέτεια στους γερο-σοφούς Νάνους και στ’ άλλα Ζώα. Όλοι τους τώρα ένα πράμα κατάλαβαν: πως μια πανάθλια Μάγισσα (σίγουρα όχι καλύτερη από τη Λευκή Μάγισσα που είχε φέρει το Μακρύ Χειμώνα στη Νάρνια εδώ και χρόνια) είχε σκαρώσει όλη αυτή την ιστορία: πρώτα να σκοτώσει τη μητέρα του Ριλιανού, και ύστερα να μαγέψει το Ριλιανό τον ίδιο. Και κατάλαβαν ότι αυτή είχε κατασκάψει τη γη κάτω από τη Νάρνια κι είχε σκοπό να εμφανιστεί ξαφνικά και να την κατακτήσει χρησιμοποιώντας το Ριλιανό. Κι ακόμα κατάλαβαν πως εκείνος δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι η χώρα όπου σκόπευε να τον στέψει βασιλιά (τυπικά βασιλιά, στην ουσία σκλάβο της) ήταν η ίδια του η χώρα. Από τη μεριά πάλι της ιστορίας των παιδιών, κατάλαβαν πως η Μάγισσα είχε καταφέρει να συμμαχήσει με τους επικίνδυνους γίγαντες του Χάρφανγκ. «Το μάθημα λοιπόν που βγαίνει από όλα τούτα, Μεγαλειότατε» είπε ο γεροντότερος Νάνος, «είναι πως αυτές οι Μάγισσες του Βορρά ένα πράμα έχουν πάντα στο μυαλό τους, μόνο που σε κάθε εποχή, αλλάζουν τακτική για να το πετύχουν».