Выбрать главу

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ

Οι πληγές κλείνουν

Όταν το άλλο πρωί ξύπνησε η Τζιλ και είδε πως βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά, για ένα εφιαλτικό λεπτό νόμισε ότι βρισκόταν πίσω στα Έγκατα της Γης. Όταν όμως πρόσεξε πως ήταν ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα κρεβάτι από ρείκια κι είχε μια γούνινη κάπα ριγμένη πάνω της, κι όταν είδε μια χαρούμενη φωτιά να τριζοβολάει (φρεσκοαναμμένη) πάνω σε μια πέτρινη εστία, και πιο πέρα, να χώνεται μέσα στη σπηλιά το πρωινό φως του ήλιου, τότε ήρθε στο νου της όλη η όμορφη πραγματικότητα. Θυμήθηκε ότι είχαν ένα υπέροχο δείπνο, μαζεμένοι όλοι μέσα στη σπηλιά κι ότι αυτή κουτούλαγε πριν καλά καλά τελειώσει το φαγητό της. Θυμόταν αμυδρά τους Νάνους να στριμώχνονται γύρω από τη φωτιά με κάτι τηγάνια μεγαλύτερα από το μπόι τους, κι εκείνο το τσιτσίρισμα και τη θεσπέσια μυρωδιά από λουκάνικα, κι άλλα, και δώστου κι άλλα λουκάνικα. Καμιά σχέση με τα απαίσια λουκάνικα που ξέρουμε, τα παραγεμισμένα με νιανιά και σόγια μπιν, αλλά λουκάνικα με κρέας αληθινό, με το μπαχάρι τους και με το λίπος τους, να τσιτσιρίζουν και να σκάνε και ίσα που ν’ αρπάζουν λιγουλάκι. Κι ακόμα θυμόταν πελώριες κούπες με αφρισμένη σοκολάτα, και ψητές πατάτες και ψημένα κάστανα και μαγειρεμένα μήλα με σταφίδες χωμένες στη θέση των κουκουτσιών, και τέλος παγωτά να δροσιστείς μετά από τόσα ζεστά πράματα.

Η Τζιλ κάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε τριγύρω. Ο Λασπομούρμουρος και ο Ευστάθιος ήταν ξαπλωμένοι παραπέρα και κοιμόνταν ακόμα του καλού καιρού.

«Έι, εσείς οι δυο!» πάτησε η Τζιλ μια φωνάρα. «Δε σκοπεύετε να σηκωθείτε;»

«Σου, σου!» ακούστηκε μια νυσταγμένη φωνή που ερχόταν από κάπου ψηλά. «Είναι ώρα για ησυχία. Και να λείπει η φασαρία. Τώρα όνειρα γλυκά. Κουκουβάου-κουκουβά!»

«Καλέ, δεν το πιστεύω!» είπε η Τζιλ και όταν κοίταξε ψηλά είδε ένα μάτσο φουντωτά φτερά που ’χαν κουρνιάσει πάνω σ’ ένα παλιό εκκρεμές σε μια γωνιά της σπηλιάς. «Ε, μη μου πείτε! Η Θαμποφτερού!»

«Κουκουβάου-κουκουβά! Αληθινά! Αληθινά!» έκρωξε η Κουκουβάγια κι έβγαλε το κεφάλι της που το ’χε χωμένο κάτω από ’να της φτερό. Άνοιξε το ένα μάτι και είπε. «Ήρθα κατά τις δύο με μήνυμα για τον Πρίγκιπα. Οι Σκίουροι μας έφεραν τα καλά μαντάτα. Μήνυμα για τον Πρίγκιπα. Έφυγε κιόλας. Πρέπει να πάτε να τον βρείτε κι εσείς οι δυο. Καλή σου μέρα…» και το κεφάλι της ξαναχάθηκε.

Απ’ ό,τι φαινόταν, η Τζιλ δεν επρόκειτο να μάθει τίποτε περισσότερο από την Κουκουβάγια. Σηκώθηκε λοιπόν κι άρχισε να ψάχνει γύρω της μπας και υπήρχε ελπίδα κάπως να πλυθεί και να τσιμπήσει τίποτε για πρωινό. Μα σχεδόν την ίδια στιγμή φάνηκε ένας μικρούλης Φαύνος που μπήκε μέσα στη σπηλιά μ’ εκείνο το δυνατό κλικ κλακ που κάναν οι τραγίσιες του οπλές πάνω στις πέτρες.

«Επιτέλους, κόρη της Εύας! Ξύπνησες!» είπε. «Μάλλον πρέπει να ξυπνήσεις και το Γιο του Αδάμ. Σε λίγα λεπτά πρέπει να ξεκινήσετε. Δυο Κένταυροι είχαν την καλοσύνη να προσφερθούν να σας πάνε στο Κάιρ Πάραβελ καβάλα στην πλάτη τους.» Και πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Βέβαια, καταλαβαίνεις τι ιδιαίτερη και πρωτάκουστη τιμή είναι να σας επιτραπεί να καβαλικέψετε Κένταυρο. Τέτοιο πράμα δεν έχει ματαγίνει. Δεν κάνει λοιπόν να τους αφήσετε να περιμένουν».

«Πού είναι ο Πρίγκιπας;» ήταν το πρώτο πράμα που ρώτησε ο Ευστάθιος και ο Λασπομούρμουρος μόλις ξύπνησαν.

«Πήγε στο Κάιρ Πάραβελ να συναντήσει το Βασιλιά, τον πατέρα του» είπε ο Φαύνος που τ’ όνομά του ήταν Όρουνς. «Απ’ ώρα σ’ ώρα περιμένουν να πιάσει λιμάνι το πλοίο που φέρνει το Μεγαλειότατο. Φαίνεται ότι ο Βασιλιάς συνάντησε τον Ασλάν – δεν ξέρω αν ήταν σε κάποιο όραμα ή στην πραγματικότητα – πριν το πλοίο ξανοιχτεί πολύ, και ο Ασλάν τον συμβούλεψε να γυρίσει πίσω και του είπε ότι θα ξανανταμώσει το χαμένο από καιρό γιο του που θα τον περίμενε στο λιμάνι τής Νάρνια.»

Ο Ευστάθιος είχε τώρα σηκωθεί και μαζί με την Τζιλ βοηθούσε τον Όρουνς να ετοιμάσουν το πρωινό. Του Λασπομούρμουρου του είπαν να μείνει στο κρεβάτι. Ένας Κένταυρος, που τον λέγαν Συννεφογέννητο Πουλί, φημισμένος θεραπευτής, ή (κατά τον Όρουνς) «βδέλλα», θα ερχόταν να φροντίσει το καμένο του πόδι.

«Α!» είπε ο Λασπομούρμουρος με ένα ύφος λες και το φχαριστιόταν, «αυτός, να δείτε, θα θέλει να μου κόψει το πόδι από το γόνατο, δε θέλει ρώτημα. Να μου τρυπήσετε τη μύτη αν δεν το πει». Σαν να του καλάρεσε όμως που θα ’μενε στο κρεβάτι.

Το πρωινό ήταν ομελέτα και τοστ κι ο Ευστάθιος είχε πέσει κι έτρωγε λες και δεν είχε προηγηθεί εκείνο το τσιμπούσι τα μεσάνυχτα.

«Κοίτα να δεις, Γιε του Αδάμ» είπε ένας Φαύνος που κοίταζε σχεδόν με δέος τις μπουκιές που κατέβαζε ο Ευστάθιος. «Είπαμε να κάνετε γρήγορα, αλλά όχι και τόσο. Εξάλλου δε νομίζω ότι οι Κένταυροι έχουν τελειώσει ακόμη το δικό τους πρωινό.»